+30-210-3633004
·
[email protected]
現在聯繫

ΑΠ 201/2015 [Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας]

Απόσπασμα

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. ΝΟΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ. ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΤΟΜΕΑΣ. ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος ή τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν είτε συμφωνήθηκε είτε προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της εργασίας, ότι η διάρκεια αυτής θα εξικνείται μέχρι ενός ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει αυτή να ισχύει αυτοδικαίως, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Οδηγία 1999/70/ΕΚ. Ο νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σύμβασης δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτή οι συμβαλλόμενοι ή ο νόμος, αλλά ανήκει στο Δικαστήριο, το οποίο αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά προσδίδει τον ακριβή νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση, η οποία ελέγχεται αναιρετικώς. Η δυνατότητα αυτή του ορθού χαρακτηρισμού από το Δικαστήριο μιας σύμβασης ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, χωρίς ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός να συνιστά ανεπίτρεπτη μετατροπή του ισχύοντος καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου σε αορίστου χρόνου. Στις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα που καταρτίστηκαν πριν την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος και των άρθρων 5 και 11 του ΠΔ 164/2004 και συνεχίζουν να είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι εν λόγω διατάξεις, διότι αυτές είχαν προσλάβει ήδη και πριν την έναρξη της ισχύος τους τον χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό.

Διατάξεις: άρθρα 648, 649, 669, 672 ΑΚ, 5, 7 ΠΔ 164/2004, 8 [παρ. 3] Ν 2112/1920, 559 [παρ. 1] ΚΠολΔ, 26 [παρ. 3], 87 [παρ. 2], 103 [παρ. 7, 8] Σ, Οδηγία 1999/70/ΕΚ