+30-210-3633004
·
[email protected]
現在聯繫

Σωματείο και Ίδρυμα – Αστικό Δίκαιο


I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η αποτύπωση της λειτουργίας των ιδρυμάτων και των σωματείων καθώς και η υφιστάμενη μεταξύ τους σχέση σε συνδυασμό με το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο.

Η εργασία διαρθρώνεται στο σύνολο από επτά κεφάλαια εκ των οποίων το πρώτο και το έβδομο κεφάλαιο είναι εισαγωγικό και επιλογικό αντίστοιχα, στα δε υποκεφάλαια των δύο κεντρικών κεφαλαίων (ΙΙ, και III) περικλείονται σχετικές με το θέμα πληροφορίες καθώς και λεπτομέρειες για την υπόσταση και λειτουργία των εν λόγω νομικών προσώπων.

Στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εισαγωγής γίνεται μία σύντομη ανάπτυξη και αναφορά της εργασίας και των αντίστοιχων θεμάτων που αναπτύσσονται σε αυτήν.  

Στην συνέχεια στα κεφάλαια δύο (ΙΙ) και τρία (ΙII) επιχειρείται η αναλυτικότερη προσέγγιση του νομοθετικού πλαισίου των σχετικών νομικών προσώπων και η διασαφήνιση των εννοιών ιδρύματος και σωματείου, με αντίστοιχη αναφορά στον τρόπο σύστασης και λειτουργίας των νομικών προσώπων του σωματείου και ιδρύματος.

Στην συνέχεια της εργασίας συμπληρώνοντας την τοποθέτηση της εργασίας αποτυπώνονται στο τέταρτο (IV) κεφάλαιο, οι «ομοιότητες» και στο πέμπτο (V) κεφάλαιο οι «διαφορές» που υπάρχουν μεταξύ ιδρύματος και σωματείου.

Στόχος της εργασίας είναι η παρουσίαση των διαφορών και ομοιοτήτων των εν λόγω νομικών προσώπων και η απόδοση του ελληνικού νομοθετικού πλαισίου το οποίο διέπει τα ιδρύματα και τα σωματεία και κατοχυρώνει την λειτουργία τους υπό πρίσμα της ισχύουσας ελληνικής νομοθεσίας.

II. ΣΩΜΑΤΕΙΟ

Ο γεωμετρικός πολλαπλασιασμός ισχύος και αποτελεσματικότητας ατόμων τον οποίο μπορεί να επιφέρει η διαρκής και συστηματική συνένωση των προσπαθειών ώθησαν τα άτομα στην σύσταση σωματείων προκειμένου να επιτύχουν σπουδαίους, κοινωφελείς, επιστημονικούς και δυσεπίτευκτους στόχους. Στην σύγχρονη ελληνική ιστορία εμπορικοί, επαγγελματικοί και εθνοτοπικοί σύλλογοι δημιουργήθηκαν με πρωταρχικό στόχο τη συνένωση των δυνάμεων για την αποτελεσματικότερη συμβολή στην πρόοδο με την αντίστοιχη συσπείρωση, οργάνωση και κινητοποιήσει των ανθρώπων για την πολιτιστική, κοινωνική και επαγγελματική ανύψωση του εκάστοτε κλάδου.

Κατά το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο το σωματείο είναι μία ένωση που αποτελείται από τουλάχιστον 20 πρόσωπα, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Αστικού Κώδικα, αποτελούμενη τόσο από φυσικά όσο και από νομικά πρόσωπα. Ο επιδιωκόμενος σκοπός του σωματείου είναι μη κερδοσκοπικός όταν δεν αποσκοπεί στο κέρδος ενώ καθίσταται κερδοσκοπικός όταν αποσκοπεί στην επίτευξη κέρδους και έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα σύμφωνα με τους όρους του νόμου ΑΚ 78.

Τα σωματεία, διακρίνονται ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκουν σε διάφορα είδη, αθλητικό, θρησκευτικό, πολιτικό, πολιτιστικό, μορφωτικό, επαγγελματικό, ψυχαγωγικό.

Συμπερασματικά, τα  κύρια στοιχεία του σωματείου είναι η ένωση των προσώπων, ο μη κερδοσκοπικός σκοπός και η νομική προσωπικότητα.

Α. Σύσταση Σωματείου

Η σύσταση του σωματείου ρυθμίζεται από τα άρθρα 78-83 του Αστικού Κώδικα. Για να δημιουργηθεί ένα σωματείο απαιτείται να υπογράψουν εγγράφως την πράξη ίδρυσής του και το καταστατικό τουλάχιστον 20 πρόσωπα τα οποία να διαθέτουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Η δικαιοπρακτική πράξη και το καταστατικό υποβάλλονται με αίτηση στο αρμόδιο Ειρηνοδικείου της έδρας του σωματείου, ώστε να γίνει στην συνέχεια η εγγραφή του στο βιβλίο των σωματείων.

Το Ειρηνοδικείο κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας εξετάζει τις νόμιμες προϋποθέσεις και κάνει δεκτή την σχετική αίτηση εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις,  διατάσσοντας την δημοσίευση «στον τύπο περίληψης» του καταστατικού που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία του. Μετά την εγγραφή του σωματείου στο βιβλίο σωματείων, αποκτά νομική προσωπικότητα, ενώ μέχρι την εγγραφή του στο ανωτέρω βιβλίο υπάρχει μόνο ένωση προσώπων.

Β. Μέλος σωματείου

Τα μέλη του σωματείου πρέπει να είναι είτε νομικά είτε φυσικά πρόσωπα. Τα μέλη που υπογράφουν την συστατική πράξη είναι τα αρχικά ιδρυτικά μέλη ενώ μπορούν να καταστούν μέλη και πρόσωπα μετά την ίδρυση του σωματείου. Η σχέση που συνδέει το μέλος με το σωματείο είναι αρχικά προσωποπαγής, δηλαδή δεν μπορεί το μέλος να αντιπροσωπευθεί από άλλο πρόσωπο, η ιδιότητά του δεν μεταβιβάζεται ούτε κληρονομείται εκτός εάν κάτι τέτοιο προβλέπεται διαφορετικά από το καταστατικό του σωματείου. Τα μέλη πρέπει να είναι Έλληνες πολίτες, εκτός αν με προεδρικό διάταγμα έχει επιτραπεί η συμμετοχή αλλοδαπών οι οποίοι όμως δεν μπορούν να υπερβαίνουν αριθμητικά τους Έλληνες.

Ο αστικός κώδικας στην διάταξη του άρθρου 86 ορίζει «αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, η είσοδος νέων μελών επιτρέπεται πάντοτε». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι είναι δυνατή η είσοδος νέων μελών, υποβάλλοντας για την εγγραφή τους σχετική αίτηση προς το αρμόδιο όργανο του σωματείου.

Τα μέλη του σωματείου έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις που καθορίζονται από το καταστατικό του και είναι είτε προσωπικής είτε περιουσιακής φύσης.

Τα μέλη έχουν ισότητα μεταξύ τους, τόσο στα δικαιώματα όσο και στις υποχρεώσεις, ιδιαίτερα δικαιώματα υπέρ κάποιων μελών από το καταστατικό καθώς και μετά από απόφαση όλων των μελών του σωματείου, εφόσον τέτοια δικαιώματα δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη και με την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται στις ανάγκες του σωματείου.

Γ. Όργανα σωματείου

ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Το σωματείο αποτελείται από την διοίκηση, την γενική συνέλευση των μελών και ενδεχόμενα όργανα που προβλέπονται από το καταστατικό του  (ΑΚ 68 παρ 1 εδ. β΄), όπως για παράδειγμα το πειθαρχικό συμβούλιο.

H διοίκηση εκπροσωπεί τις σχέσεις του Σωματείου με τους τρίτους και εκτελεί τις αποφάσεις που λαμβάνονται στις συνελεύσεις των μελών και έχει ως υποχρέωση να επιμελείται και τις υποθέσεις του σωματείου.

Η διοίκηση αποτελείται από τα μέλη του σωματείου, εκτός εάν το καταστατικό το προβλέπει διαφορετικά (ΑΚ 92).

Η διοίκηση εκλέγεται από την συνέλευση των μελών και η συγκρότησή της σε σώμα, αφού λήξει η θητεία της προηγούμενης διοίκησης, εκτός εάν προβλέπεται κάτι άλλο στο καταστατικό. Η θητεία της ξεκινάει από την στιγμή που συγκροτείται σε σώμα και εφόσον έχει λήξει η θητεία της προηγούμενης διοίκησης, εκτός και αν προβλέπεται κάτι διαφορετικό από το καταστατικό.

Η λειτουργία της διοίκησης συνήθως ρυθμίζεται από το καταστατικό και σε περίπτωση  που αυτό δεν γίνεται, θα πρέπει να εφαρμοστούν όσα ισχύουν γενικά για την διοίκηση των νομικών προσώπων.

Η διοίκηση θα σταματήσει να λειτουργεί, όταν λήξει η θητεία της, με απόφαση της συνέλευσης των μελών της, σύμφωνα με το άρθρο 94 του Αστικού Κώδικα, εδάφιο α΄,  σε περίπτωση που διαλυθεί το Σωματείο, με έκπτωση από την εποπτεύουσα αρχή για λόγο που προβλέπεται από το καταστατικό (ΑΚ 80 αρ.5), με περιορισμό προσωπικής διοίκησης, όταν το καταστατικό δεν προβλέπει διαδικασία αναπλήρωσης μελών της διοίκησης, σύμφωνα με ρο άρθρο 69 του Αστικού Κώδικα.

ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ

Η συνέλευση είναι το σύνολο των μελών του Σωματείου όπου είναι οργανωμένα σε ένα σώμα. Δικαίωμα για συμμετοχή έχουν όλα τα μέλη που είναι εγγεγραμμένα και η συνέλευση λαμβάνει τις αποφάσεις σύμφωνα με την πλειοψηφία των ψήφων των μελών που παρευρίσκονται στην συνέλευση. Σε περίπτωση που κάποια απόφαση αντίκειται στο καταστατικό ή μπορεί να κριθεί άκυρη από τον νόμο, τότε η ακυρότητα της θα κηρυχθεί από το αρμόδιο δικαστήριο.

Η συνέλευση αποτελείται από όλα τα μέλη του σωματείου που συγκροτείται σε σώμα, αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου που αποφασίζει για κάθε υπόθεσή του που δεν εντάσσεται στην αρμοδιότητα άλλου προσώπου. (ΑΚ 93 εδ. α’), συνεπώς έχει το τεκμήριο της αρμοδιότητας. Επίσης, η συνέλευση εκλέγει τα πρόσωπα της διοίκησης, αποφασίζει για την είσοδο ή την αποβολή των μελών και για την μεταβολή του σκοπού του σωματείου, εγκρίνει τον ισολογισμό, για την τροποποίηση του καταστατικού, αλλά και για την διάλυση του σωματείου (ΑΚ 93 εδ. β’).

Την συνέλευση του σωματείου την συγκαλεί η διοίκηση σε όσες περιπτώσεις ορίζονται στο καταστατικό ή επιβάλλονται για το συμφέρον του σωματείου. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να προκαλέσει την συνέλευση έστω και το ένα πέμπτο των μελών του με γραπτή αίτησή του προς την διοίκηση και οι αποφάσεις την συνέλευσης λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών του με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ορίζονται στο καταστατικό ή τον νόμο και απαιτείται αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία.

Δ. Διάλυση

Το σωματείο λύεται με τους εξής τρεις τρόπους:

  1. Με απόφαση των μελών της γενικής συνέλευσης

 Λύεται με την απαρτία και την πλειοψηφία της διάταξης του αστικού κώδικα άρθρο 99 («Για να αποφασιστεί η τροποποίηση του καταστατικού ή η διάλυση του σωματείου χρειάζεται η παρουσία των μισών τουλάχιστον μελών και πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων»)

  • Με αυτοδίκαιη λύση

Λύεται αυτοδίκαια το σωματείο όταν παρέλθει η χρονική διάρκεια ή όταν τα μέλη του είναι λιγότερα από δέκα (10).

  • Με τελεσίδικη δικαστική απόφαση

Με δικαστική απόφαση μπορεί να λυθεί το σωματείο είτε επειδή μειώθηκε ο αριθμός των μελών του είτε επειδή εκπληρώθηκε ο σκοπός του ή αδράνησε ο σκοπός του για μεγάλο χρονικό διάστημα και έχει οριστικά εγκαταλειφθεί είτε ο σκοπός του σωματείου ή η λειτουργία του έχουν γίνει παράνομοι ή ανήθικοι ή αντίθετοι στην δημόσια τάξη.[1]

III. ΙΔΡΥΜΑ

Στην εξέλιξη των χρόνων τα κοινωφελή ιδρύματα εξυπηρετούσαν πολλούς σκοπούς και οι ευεργέτες εμπνευσμένοι από τα υψηλά αισθήματα αγάπης για τον συνάνθρωπο και την πατρίδα άφηναν τις περιουσίες τους για την εξυπηρέτηση εθνωφελών, θρησκευτικών, εκπαιδευτικών, επιστημονικών και γενικά κάθε φύσης φιλανθρωπικών σκοπών

Το ίδρυμα είναι σύνολο περιουσίας αφιερωμένο σύμφωνα με την ιδρυτική του πράξη για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού το οποίο έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα και ρυθμίζεται σήμερα από τις διατάξεις ΑΚ 108-121. Από τον ορισμό του ιδρύματος γίνεται φανερό ότι το ίδρυμα δεν αποτελεί ένωση προσώπων και κατά συνέπεια δεν απαρτίζεται από μέλη. Επίσης προκύπτει ότι πρόκειται για αυτοτελές νομικό πρόσωπο, στην περίπτωση που η θέληση του ιδρυτή δεν είναι η σύσταση ιδρύματος ως ξεχωριστού νομικού προσώπου, αλλά η παραχώρηση της περιουσίας του σε υφιστάμενο νομικό ή φυσικό προσώπου για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δωρεάς εγκατάστασης κληρονόμου ή κληροδόχου. 

Α. Σύσταση

Για την σύσταση του ιδρύματος απαιτείται ιδρυτική πράξη και πράξη της πολιτείας με την μορφή προεδρικού διατάγματος που να εγκρίνει την ιδρυτική πράξη.

Η ιδρυτική πράξη είναι μονομερής, μη απευθυντέα δικαιοπραξία, είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου, σύμφωνα με την οποία φανερώνεται η βούληση του ιδρυτή για τη σύσταση ορισμένου ιδρύματος.

Μία ιδρυτική πράξη θα πρέπει να καθορίζει τον σκοπό του ιδρύματος, αλλά και την περιουσία που αφιερώνεται και τον οργανισμό του, ειδάλλως εάν η ιδρυτική πράξη, δεν καθορίζει αυτά τα στοιχεία είναι άκυρη.

Ο σκοπός του ιδρύματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, αρκεί μόνο να μην είναι παράνομος ή ανήθικος, μπορεί να είναι ή κοινωφελής ή ιδιωφελής, αλλά και να ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο και να έχει διάρκεια, καθώς και να έχει κάποιο οικονομικό σκοπό. Όμως δεν έχει την δυνατότητα να αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα εκτός και αν αυτή είναι συνυφασμένη με την εκμετάλλευση, την χρήση και την ανάλωση της περιουσίας προκειμένου να εκπληρωθεί ο σκοπός του. Τέλος, η περιουσία θα πρέπει να επαρκεί για την επιδίωξη των σκοπών του ιδρύματος.

Η ιδρυτική πράξη είναι μία χαριστική δικαιοπραξία και υπάρχει περίπτωση να θίγει τα δικαιώματα των δανειστών και των μεριδιούχων του ιδρυτή. Για αυτό και επιδέχεται προσβολή σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δωρεές (ΑΚ 115).

Β. Κοινωφελές ίδρυμα

Μερικά ιδρύματα προσπαθούν να έχουν κοινωφελή σκοπό και αυτό διέπεται από τον ν. 4182/2017, σύμφωνα με τον οποίο αλλάζουν πολλές διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα ιδρύματα. Τα κοινωφελή ιδρύματα έχουν και συνταγματική προστασία  καθώς η Σ 109 έχει απαγορεύσει την μεταβολή του περιεχομένου ή τον όρο διαθήκης ή δωρεάς υπέρ κοινωφελούς σκοπού. Για να μπορέσει όμως ένα ίδρυμα κοινωφελές , η κοινωφέλεια θα πρέπει να αποτελεί την άμεση επιδίωξή του. Η επιδίωξη του κέρδους όμως δεν μεταβάλλει τον κοινωφελή χαρακτήρα, όταν τα κέρδη προορίζονται για να καλύψουν τις ανάγκες του ιδρύματος.

Ο κοινωφελής σκοπός είναι αντίθετος προς τον ιδιωτικό σκοπό και τέτοιος είναι κάθε κρατικός θρησκευτικός, φιλανθρωπικός, επωφελής στο κοινό συνολικά ή εν μέρη σκοπός.

Γ. Κτήση περιουσίας

Ίδρυση με δικαιοπραξία εν ζωή

Σε περίπτωση όπου το ίδρυμα έχει δημιουργηθεί με δικαιοπραξία εν ζωή και έχει εγκριθεί πριν από τον θάνατο του ιδρυτή, τότε ο ίδιος έχει ενοχική υποχρέωση να μεταβιβάσει την αφιερωθείσα περιουσία από την στιγμή που εκδόθηκε το διάταγμα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση  η ιδρυτική πράξη είναι υποχρεωτική δικαιοπραξία  συνεπώς η μεταβίβαση κάθε περιουσιακού στοιχείου θα πρέπει να γίνει με ξεχωριστή εκποιητική δικαιοπραξία. Κυρίως τα δικαιώματα που μεταβιβάζονται με μία απλή εκχώρηση και αφού δεν έχει διαφορετική βούληση ο ιδρυτής, τότε περιέχονται αυτοδικαίως στο ίδρυμα, αφού πρώτα θα έχει γίνει η σχετική καταγγελία κατά τον ΑΚ 460. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η ιδρυτική πράξη είναι και εκποιητική δικαιοπραξία.

Ίδρυση με διαθήκη

Όταν η συστατική πράξη του ιδρύματος προέρχεται από διαθήκη το εγκριτικό προεδρικό διάταγμα εκδίδεται μετά το θάνατο του ιδρυτή και έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου. Η διαθήκη μπορεί να είναι ιδιόγραφη, δημόσια, μυστική ή έγγραφη. Η περιουσία που καταλείπεται στο ίδρυμα πρέπει να είναι υφιστάμενη και όχι μελλοντική, δεν υπάρχει ελάχιστο όριο αλλά θα πρέπει η περιουσία να είναι επαρκής για το σκοπό για τον οποίο προορίζεται, διαφορετικά η σύσταση του ιδρύματος μπορεί να μην εγκριθεί. Όταν το ίδρυμα έχει οριστεί ως κληρονόμος η περιουσία περιέρχεται σε αυτό αυτοδικαίως (ΑΚ 1846) ενώ όταν έχει οριστεί ως κληροδόχος διατηρεί ενοχική αξίωση εναντίων του υπόχρεου για την μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της κληροδοσίας (ΑΚ 1995).

Δ. Διοίκηση Ιδρύματος

Την διοίκηση του ιδρύματος ρυθμίζουν οι γενικές διατάξεις για τα νομικά πρόσωπα και ο οργανισμός του ιδρύματος. Με προεδρικό διάταγμα μετά από την πρόταση του αρμόδιου υπουργείου, ο τελευταίος έχει την δυνατότητα να τροποποιηθεί από την αρμόδια αρχή, μετά βέβαια από την αίτηση του ιδρύματος ή και αυτεπαγγέλτως. Σε περίπτωση που η αλλαγή γίνει μετά την αίτηση του ιδρύματος, τότε μπορεί να γίνει αντίθετα προς την θέληση του διαθέτη, αν αυτό επιβάλλεται για την συντήρηση της περιουσίας του ιδρύματος ή για να εκπληρώσει τον σκοπό του σύμφωνα με το άρθρο 119 του Αστικού Κώδικα. 

Ε. Διάλυση

Το ίδρυμα μπορεί να διαλυθεί αυτοδικαίως σε ορισμένες περιπτώσεις που ορίζει η ιδρυτική πράξη ή ο οργανισμός του, σύμφωνα με το άρθρο 117 του Αστικού Κώδικα. Άλλος ένας τρόπος διάλυσης του ιδρύματος είναι με το διάταγμα για τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 118 του ΑΚ. Όταν θα διαλυθεί το ίδρυμα επέρχεται αυτοδικαίως στο στάδιο της εκκαθάρισης.

IV. ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ

Το σωματείο και το ίδρυμα ομοιάζουν στην προσπάθειά τους να έχουν μη κερδοσκοπικό σκοπό, που δεν αντίκειται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και σε περίπτωση που επιδιώκεται οικονομικός σκοπός, αυτός τελικά δεν πρέπει να καταλήγει στη διανομή κερδών ή άλλων άμεσων ωφελημάτων των μελών, ούτε σε κέρδη του ίδιου του σωματείου με τη διευκρίνιση ότι δεν είναι κερδοσκοπικός ο σκοπός, όταν το καταστατικό προβλέπει την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας του σωματείου, έτσι ώστε  να αποκτήσει τους αναγκαίους χρηματικούς πόρους για την επίτευξη του μη κερδοσκοπικού σκοπού του. Τέλος, τόσο σωματείο όσο και το ίδρυμα έχουν νομική προσωπικότητα και οργάνωση.

V. ΔΙΑΦΟΡΕΣ

Μεταξύ του σωματείου και του ιδρύματος υφίστανται διαφορές στην δομή λειτουργία και την οργάνωσή τους. Το σωματείο είναι  μία ένωση προσώπων που αποτελείται από είκοσι τουλάχιστον πρόσωπα ενώ το ίδρυμα δεν αποτελεί ένωση προσώπων, οπότε δεν έχει μέλη, δηλαδή είναι σύνολο περιουσίας. Για να γίνει η εγγραφή του Σωματείου πρέπει να υποβληθεί αίτηση των ιδρυτών ή της διοίκησής του στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο, το οποίο είναι υποχρεωμένο να δεχθεί την αίτηση αφού τηρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, ενώ για το ίδρυμα απαιτείται ιδρυτική πράξη του Ιδρυτή, η οποία πρέπει να περιβληθεί σε συμβολαιογραφικό τύπο. Όμως, για να είναι έγκυρη η σύσταση και η λειτουργία του Σωματείου μία απαραίτητη προϋπόθεση είναι η  νομική προσωπικότητα του, η οποία αποκτάται από την εγγραφή του στο δημόσιο βιβλίο που τηρείται στο Πρωτοδικείο της έδρας του υπό σύσταση σωματείου. Ειδικότερο ζήτημα, που αφορά στη διοίκηση του σωματείου, ανακύπτει με βάση το αρθρ. 107 του Εισαγωγικού νόμου του ΑΚ στο οποίο αναφέρεται ότι: «Όσοι διοικούν σωματεία πρέπει να είναι Έλληνες πολίτες. Από την άλλη μεριά όμως  για τη σύσταση του Ιδρύματος απαιτείται εγκριτικό Διάταγμα, το οποίο αποτελεί εχέγγυο της «αναγνώρισης» του. Επίσης, για να πραγματοποιηθεί η διάλυση του Σωματείου, θα πρέπει να είναι σύμφωνα με τους των άρθρων 103, 104 και 105 του Αστικού Κώδικα, ή με απόφαση της συνέλευσης των μελών (103 ΑΚ), στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό, ή σε περίπτωση που τα μέλη του γίνουν λιγότερα από δέκα (104 ΑΚ) ή με  δικαστική απόφαση.  Σε  περίπτωση που διαλύεται το  σωματείο, σύμφωνα με  την νέα διάταξη του αρθρ. 787 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται  ότι: «Όταν ζητείται. Μεταξύ άλλων και η διάλυση σωματείου, αρμόδιος είναι ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας που έχει έδρα το σωματείο». Ενώ, η διάλυση του ιδρύματος γίνεται μετά από την σχετική πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου. Επιπροσθέτως,  τα έσοδα του Ιδρύματος που φορολογούνται, πρέπει να εξαιρεθούν αυτά που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού του, αυτό είναι κάτι όπου δεν υφίσταται από τα σωματεία. Τέλος, μία ακόμα διαφορά ανάμεσα στα ιδρύματα και στα σωματεία είναι ότι τα ιδρύματα επιβαρύνονται σταθερά ανεξάρτητα από το εισόδημα με συντελεστή 26%, ενώ τα σωματεία φορολογούνται κατά το άρθρο 58 του του Ν.4172/2013 και έχουν συντελεστή 29%.

VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Συμπερασματικά, μέσα από τις διατάξεις του Αστικού κώδικα προβλέπεται η δυνατότητα σύστασης ενώσεων προσώπων ή περιουσίας έτσι ώστε να είναι πιο αποτελεσματική η επίτευξη του κοινού σκοπού των μελών τους με συγκεκριμένη νομική μορφή, στις οποίες ενώσεις συμπεριλαμβάνονται το σωματείο και το ίδρυμα.

Το ίδρυμα είναι ένα σύνολο περιουσίας αφιερωμένο σύμφωνα με την ιδρυτική του πράξη στην εξυπηρέτηση ορισμένου διαρκούς σκοπού, με νομική προσωπικότητα χωρίς να αποτελεί ένωση προσώπων και χωρίς επομένως να περιλαμβάνει μέλη. Η αφιέρωση της περιουσίας στο ίδρυμα εξασφαλίζεται ως δικαίωμα και από το ίδιο το Σύνταγμα και συνήθως λαμβάνει χώρα μέσω δικαιοπραξίας. Το ίδρυμα από τη πρώτη στιγμή της σύστασης του θέτεται υπό τον κρατικό έλεγχο ο οποίος οριοθετεί τις ενέργειές του και ως εκ τούτου η Πολιτεία είναι συνήθως το αρμόδιο όργανο ελέγχου του. Θεσμικά επιτρέπει την πραγματοποίηση κοινωνικών και άλλων σκοπών από ιδιώτες, ο δε σκοπός του θα πρέπει να έχει κοινωφελές, φιλανθρωπικό ή κάποιο άλλο κοινωνικό σκοπό.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα του σωματείου αποτελεί το γεγονός ότι είναι μία πρόσκαιρη ένωση προσώπων με μη κερδοσκοπικό σκοπό. Στην πράξη η νομική μορφή του σωματείου χρησιμοποιείται για την επιδίωξη σκοπών πολιτιστικών, κοινωνικών, θρησκευτικών και φιλανθρωπικών, φτάνει όμως να μην αντίκεινται στον νόμο ή στα χρηστά ήθη. Το σωματείο ιδρύεται ελεύθερα με τη συμπλήρωση των νομικών συστατικών προϋποθέσεων και κατοχυρώνεται από το άρθρο 12 παρ. 1 του Συντάγματος.

Δήμητρα Νικολαΐδου