Το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής έχει επιφέρει ριζικές μεταβολές σε κάθε τομέα της ανθρώπινης συμβίωσης, επηρεάζοντας αρνητικά την καθημερινότητα των πολιτών. Ακραία καιρικά φαινόμενα, από πρωτοφανή κύματα καύσωνα και ανεξέλεγκτες πυρκαγιές μέχρι ακραίες χιονοπτώσεις και καταστροφικές πλημμύρες, μονοπωλούν το ενδιαφέρον της επικαιρότητας και ευθύνονται για ανυπολόγιστες ζημίες αλλά και για την απώλεια πολλών ανθρώπινων ζωών. Η υπερθέρμανση του πλανήτη λόγω της σταδιακής αύξησης της μέσης θερμοκρασίας και το συνεπακόλουθο λιώσιμο των πάγων κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για πολλές περιοχές της Γης, οι οποίες απειλούνται μεσομακροπρόθεσμα ακόμη και με ολικό αφανισμό. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όπου καιρικά και περιβαλλοντικά φαινόμενα οφειλόμενα στην κλιματική αλλαγή έχουν μικρότερο ή μεγαλύτερο αντίκτυπο ουσιαστικά σε κάθε έκφανση της ανθρώπινης δραστηριότητας και διαβίωσης, δεν θα μπορούσε φυσικά να μείνει ανεπηρέαστο το πεδίο του δικαίου, το οποίο άλλωστε εκ της φύσεως και της αποστολής του οφείλει να συμβαδίζει με τις κοινωνικές εξελίξεις και να ανταποκρίνεται στις ολοένα αυξανόμενες προκλήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας.
Η «δικαστικοποίηση» της κλιματικής αλλαγής (Climate Change Litigation) αποτελεί ένα ενδιαφέρον φαινόμενο, το οποίο έχει εμφανιστεί στις χώρες του εξωτερικού και ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες ήδη από την δεκαετία του 1980. Σύμφωνα με τις βάσεις δεδομένων του Grantham Institute και του United States Climate Change Litigation Database, από τις 1.841 σχετικές με την κλιματική αλλαγή υποθέσεις που εκκρεμούσαν τον Μάιο του 2021 ενώπιον δικαστηρίων σε όλον τον κόσμο, οι 1.341 από αυτές είχαν κατατεθεί ενώπιον δικαστηρίων των Η.Π.Α. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η απόφαση Massachusetts v. EPA του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Αμερικής, η οποία απέρριψε τα επιχειρήματα περί επιστημονικής αβεβαιότητας σχετικά με το αν ένας ρύπος μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η απόφαση Urgenda κατά Ολλανδίας του περιφερειακού δικαστηρίου της Χάγης, η οποία καταδίκασε το κράτος της Ολλανδίας, επειδή οι στόχοι που είχε θέσει δεν ήταν επαρκείς για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και επειδή είχε παραβιάσει το καθήκον μέριμνας απέναντι στα δικαιώματα των πολιτών του. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στην υπόθεση Marangopoulos Foundation for Human Rights v. Greece, η ίδια η χώρα μας είχε βρεθεί στο επίκεντρο της κριτικής όταν καταδικάστηκε το έτος 2005 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων, η οποία έκρινε ότι η Ελλάδα παραβιάζει το δικαίωμα των πολιτών της για την προστασία της υγείας τους μη λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση της απειλής της δημόσιας υγείας στις περιοχές που λειτουργούν λιγνιτικές μονάδες παραγωγής ρεύματος.
Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και στο διεθνές δίκαιο, όπου έχει ήδη υπογραφεί πλήθος διεθνών συμβάσεων, σημαντικότερη από τις οποίες είναι η Συμφωνία των Παρισίων, η οποία υπήρξε η πρώτη παγκόσμια, νομικώς δεσμευτική συμφωνία για το κλίμα με καθολική συμμετοχή. Υιοθετήθηκε το έτος 2016 από 196 χώρες και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Σύμβασης-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή του 1992 (UNFCCC). Βασικός στόχος της Συμφωνίας των Παρισίων είναι ο περιορισμός των εκπομπών επιβλαβών αερίων και η μείωση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 1,5 με 2 βαθμούς κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή. Γενικότερα, αν και η λειτουργία της Σύμβασης των Παρισίων παρουσιάζει στην πράξη ορισμένα προβλήματα, ιδίως λόγω του ότι αρκετές από τις διατάξεις της δεν είναι νομικά δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα κράτη αλλά απλώς συστήνουν ή υποδεικνύουν συμπεριφορές, πρέπει οπωσδήποτε να αξιολογηθεί θετικά η συλλογική πολιτική βούληση της διεθνούς κοινότητας προς αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μέσω της σύναψης μιας τέτοιας συμφωνίας οικουμενικής εμβέλειας. Σε ευρωπαϊκό δε επίπεδο, αξίζει να γίνει μνεία στον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο (Κανονισμός 1119/2021), ο οποίος θέτει ως στόχο την κλιματική ουδετερότητα της ΕΕ έως το 2050 και την μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Όπως είναι εύλογο, σημαντική είναι η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λεγόμενη εταιρική κοινωνική ευθύνη (Corporate Social Responsibility), δηλαδή η ευθύνη που έχει ένα νομικό πρόσωπο για τις επιπτώσεις των δραστηριοτήτων του στη κοινωνία και το περιβάλλον. H εταιρική κοινωνική ευθύνη μπορεί να αφορά τόσο τις σχέσεις της επιχείρησης με τους εργαζομένους της όσο και την εικόνα και την δράση της προς τρίτα μέρη, όπως λ.χ. οι καταναλωτές, οι συνεργάτες, οι δημόσιες αρχές κ.α. Η δε συμμόρφωση προς τις επιταγές της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, αν και συχνά συνεπάγεται αυξημένα κόστη, μακροπρόθεσμα προσφέρει πολλά οφέλη στην επιχείρηση, καθώς συμβάλλει στην βελτίωση της φήμης της και στην δημιουργία μιας αξιόπιστης εικόνας στην αγορά, γεγονός που προσδίδει ιδιαίτερα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σε διεθνές επίπεδο παρατηρείται ένας αξιοσημείωτος ρυθμός αύξησης των πράσινων επενδύσεων. Η εταιρεία BloombergNEF υπολογίζει ότι το 2021 οι επενδυτές διέθεσαν περισσότερα από 500 δισεκατομμύρια δολάρια στην «ενεργειακή μετάβαση», ήτοι σε δράσεις για την απεξάρτηση από τον άνθρακα τόσο στην ενέργεια και τις μεταφορές όσο και στην βιομηχανία και την γεωργία, ενώ η PwC εκτιμά ότι οι επενδύσεις των Venture Capital (κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών) στην κλιματική τεχνολογία αυξήθηκαν κατά πέντε φορές. Και στη χώρα μας, όμως, σύμφωνα με την έρευνα της Ernst & Young Ελλάδος «Sustainable Value Study 2023», η υιοθέτηση περιβαλλοντικά υπεύθυνων πρακτικών μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα επωφελής, καθώς το 45% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι έχουν αποκομίσει υψηλότερη χρηματοοικονομική αξία από τις πρωτοβουλίες τους σε σχέση με το κλίμα.
Η κανονιστική ρύθμιση της δράσης των επιχειρήσεων στην Ελλάδα επιχειρείται με τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο (ν. 4936/2022), στον οποίο προβλέπεται ότι ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις έχουν την υποχρέωση υποβολής έκθεσης σχετικά με το ανθρακικό τους αποτύπωμα, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι εθελοντικοί στόχοι και δράσεις για την μείωση ή αντιστάθμιση των εκπομπών. Εντούτοις, όσον αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παρατηρείται έλλειψη νομοθετικού πλαισίου. Όπως παρουσιάζει χαρακτηριστικά η έκθεση “No net zero without SMEs” του Παγκόσμιου Οργανισμού Συνεργασία και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), «οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επιχειρηματίες είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των κλιματικών στόχων». Μολονότι μεμονωμένα το ανθρακικό αποτύπωμα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι μικρό, λόγω του υψηλού αριθμού τους, καταλήγουν να συνεισφέρουν πολύ στο συνολικό αποτύπωμα, αφού, με βάση τις εκτιμήσεις τις Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ευθύνονται για περισσότερο από το 60% όλων των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από το σύνολο των επιχειρήσεων. Η ύπαρξη ενός τόσο κομβικού νομοθετικού κενού καταδεικνύει ακριβώς το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την κλιματική αλλαγή. Όπως επιβεβαιώνει και η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) με τίτλο «Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και η κλιματική αλλαγή 2020/2021: στοιχεία από την Έρευνα Επενδύσεων της ΕΤΕπ», τροχοπέδη για την ανάπτυξη δράσεων στη χώρα μας αποτελεί κατά κύριο λόγο η αβεβαιότητα σε σχέση με το ρυθμιστικό πλαίσιο, την φορολογία και την οικονομικοπολιτική κατάσταση. Σχετικοί κίνδυνοι που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις από την κλιματική αλλαγή είναι επίσης ο υλικός κίνδυνος σε περιουσιακά στοιχεία τους από ακραία καιρικά φαινόμενα, ο κίνδυνος αυξημένης μεταβλητότητας των τιμών των πρώτων υλών και των εμπορευμάτων, ο κίνδυνος απώλειας μεριδίου αγοράς λόγω μη εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και ο κίνδυνος μείωσης της φήμης και της πρόσβασης σε χρηματοδοτήσεις. Προκειμένου, μάλιστα, να δύνανται οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων να αποτιμούν γρήγορα και με οικονομικούς όρους το κόστος του κλιματικού κινδύνου για την επιχείρησή τους, αλλά και το κόστος των πρακτικών για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου αυτού, δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος climabiz η Εφαρμογή Διαχείρισης Κλιματικού Κινδύνου (Climabiz Calculator). Η εφαρμογή αυτή υπολογίζει το κόστος του φυσικού και θεσμικού κλιματικού κινδύνου σε επίπεδο κλάδου, υποκλάδου και επιχείρησης, το κόστος και το όφελος των πρακτικών που μπορεί μια επιχείρηση να εφαρμόσει έτσι ώστε να μειώσει τον κλιματικό της κίνδυνο, καθώς και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα (αέριοι ρύποι, αέρια του θερμοκηπίου, υγρά και στερεά απόβλητα) τόσο σε επίπεδο υποκλάδου όσο και σε επίπεδο επιχείρησης.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο διαρκών εξελίξεων και νομοθετικών μεταβολών, είναι πολλές οι πρωτοβουλίες που μπορούν να λάβουν οι επιχειρήσεις για αυξήσουν την κερδοφορία τους και να συμμορφωθούν με τις προβλέψεις του νόμου. Αρχικά, συνίσταται οι εταιρείες να επενδύσουν στην ηλεκτροκίνηση, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Εθνικού Κλιματικού Νόμου, από την 1η Ιανουαρίου 2024 τουλάχιστον το ¼ των νέων εταιρικών Ι.Χ. θα πρέπει να είναι αμιγώς ηλεκτρικά ή υβριδικά οχήματα. Η υποχρέωση αυτή ισχύει για τις επιχειρήσεις που από την 01/01/2024 αποκτούν τουλάχιστον 4 εταιρικά αυτοκίνητα και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης επιβάλλεται πρόστιμο 10.000€. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο η προειρημένη επένδυση στην ηλεκτροκίνηση να περιλαμβάνει και την εγκατάσταση στους χώρους της εταιρείας σταθμών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων ή την συμμετοχή σε επιδοτούμενα προγράμματα, όπως το πρόγραμμα «Φορτίζω Παντού» του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το οποίο προφέρει στις επιχειρήσεις την δυνατότητα σύνδεσης στο δίκτυο δημοσίως προσβάσιμων σταθμών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων.
Επιπλέον, μία έξυπνη επιχειρηματική κίνηση είναι ο προσανατολισμός των εταιρειών προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς με βάση το άρθρο 12 του Εθνικού Κλιματικού Νόμου, από την 1η Ιανουαρίου 2023, το 30% της επιφάνειας των νέων εμπορικών και βιομηχανικών κτηρίων που είναι μεγαλύτερα των 500 τ.μ. θα πρέπει να τροφοδοτείται με ηλιακή ενέργεια με την μορφή είτε φωτοβολταϊκών είτε ηλιακών θερμικών συστημάτων. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η απαγόρευση πώλησης και εγκατάστασης καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης στα κτίρια από 1η Ιανουαρίου 2025. Φυσικά, δεν πρέπει να λησμονούμε και τον τομέα της ανακύκλωσης και της διαχείρισης αποβλήτων, όπου οι επιχειρήσεις μπορούν να λάβουν πληθώρα πρωτοβουλιών, όπως λ.χ. την χωριστή συλλογή απορριμμάτων χαρτιού, γυαλιού, πλαστικού, μετάλλων και βιοαποβλήτων ή την ανακύκλωση των ηλεκτρονικών συσκευών, του παγίου εξοπλισμού και των μηχανημάτων τους (τέτοιο πρόγραμμα προσφέρεται π.χ. από τον εγκεκριμένο από τον Ελληνικό Οργανισμό Ανακύκλωσης φορέα διαχείρισης αποβλήτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού «Ανακύκλωση Συσκευών Α.Ε.»). Άλλωστε, με βάση τον ν. 2939/2001, όπως αυτός έχει αντικατασταθεί από τον ν. 4819/2021, όλες οι επιχειρήσεις που εισάγουν, παράγουν και διαθέτουν στην εγχώρια αγορά συσκευασμένα προϊόντα υποχρεούνται να μεριμνούν για την συλλογή και ανακύκλωση των συσκευασιών τους (πρόκειται για την λεγόμενη «διευρυμένη ευθύνη του παραγωγού»), ενώ σύμφωνα με το ίδιο ως άνω νομοθέτημα, η διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που να μην βλάπτει το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.
Ακόμη, δεν είναι αμελητέα και η εκπαίδευση του ανθρωπίνου δυναμικού των επιχειρήσεων πάνω σε θέματα σχετικά με την κλιματική αλλαγή και τις περιβαλλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας. Μια τέτοια κατάρτιση μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω της διοργάνωσης σεμιναρίων και δράσεων από την ίδια την επιχείρηση είτε μέσω της συμμετοχής σε επιδοτούμενα προγράμματα εργαζομένων, όπως για παράδειγμα το πρόγραμμα «Κυκλική Οικονομία» του Κέντρου Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τέλος, θεωρούμε χρήσιμο να εξετάσουν οι επιχειρηματίες το ενδεχόμενο η εταιρεία τους να είναι δικαιούχος κάποιου κρατικού προγράμματος ή επιδότησης, δεδομένου ότι παρατηρείται μία συνεχής αύξηση στο πλήθος των διαθέσιμων επιλογών. Ενδεικτικά αναφέρουμε το πρόγραμμα «Εξοικονομώ-Επιχειρώ», δικαιούχοι του οποίου είναι πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους κλάδους του εμπορίου, των υπηρεσιών και του τουρισμού, οι οποίες μπορούν να επιδοτηθούν με έως και 100.000€ για δαπάνες υλοποίησης επεμβάσεων ενεργειακής αναβάθμισης της κτιριακής υποδομής τους και εγκατάστασης συστημάτων διαχείρισης ενέργειας. Αξιοσημείωτα είναι επίσης και τα προγράμματα «Πράσινος Μετασχηματισμός Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων» και «Πράσινη Παραγωγική Επένδυση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων», τα οποία εντάσσονται στο πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα» του ΕΣΠΑ 2021-2027 και έχουν ως στόχο να ενθαρρύνουν τα επενδυτικά σχέδια που αποσκοπούν στην ενεργειακή αναβάθμιση μέσω της αξιοποίησης σύγχρονων τεχνολογιών και της βελτίωσης των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Είναι, επομένως, εμφανές ότι όσο οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επηρεάζουν όλο και περισσότερο την ανθρωπότητα, τόσο θα αυξάνονται οι σχετικές υποθέσεις στα δικαστήρια, οι διεθνείς συμφωνίες ανάμεσα στα κράτη και οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων. Αυτήν την αναπόφευκτη πραγματικότητα δεν πρέπει οι επιχειρηματίες να την αντιλαμβάνονται ως ανάχωμα στην ιδιωτική πρωτοβουλία αλλά ως εφαλτήριο για την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας και την βελτίωση της εικόνας της επιχείρησής τους, καθώς οι ευκαιρίες και οι προοπτικές που διανοίγονται σε αυτήν την νέα τάξη πραγμάτων είναι πραγματικά ατελείωτες.