+30-210-3633004
·
[email protected]
現在聯繫

«Η σχέση δικαίου και πολιτικής»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Δίκαιο και η Πολιτική ως κοινωνικά φαινόμενα, είναι εκδηλώσεις συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων που αποτελούν εκφάνσεις χωρίς να ταυτίζονται της ιδίας όμως κοινωνικής πραγματικότητας, με  πολλά κοινά σημεία αλλά και με σημαντικά σημεία που διαφέρουν. Η σημασία των κανόνων του δικαίου για την πολιτική εξουσία και για την πολιτική, προκύπτει από την ίδια την φύση τους, αφού το δίκαιο είναι ένα κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο. Το σύστημα των καταναγκαστικών κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τις κοινωνικές σχέσεις και την τήρηση αυτών, επιβάλλει η πολιτική εξουσία και εξασφαλίζει με κυρώσεις.

Με τους κανόνες δικαίου μεθοδεύεται η συστηματική και οργανωμένη επιβολή της θέλησης των κρατούντων και η συντήρηση και αναπαραγωγή των δεδομένων κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων. Όμως ταυτόχρονα δίνεται και η αντίστροφη εξασφάλιση και η προστασία των εξουσιαζομένων από αυθαιρεσίες της πολιτικής εξουσίας. Το δίκαιο είναι το κύριο μέσο με το οποίο η πολιτική εξουσία πραγματοποιεί τη ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης και συναρτάται με το κράτος, αφού η οργάνωση της κρατικής εξουσίας και η εξασφάλιση της επιβολής γίνεται με κανόνες δικαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι:

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Η πολιτική είναι από τις αρχαιότερες δραστηριότητες που υπάρχουν στην ανθρωπότητα, αφού από την στιγμή που οι άνθρωποι άρχισαν να συνυπάρχουν σε ομάδες, δημιουργήθηκε η ανάγκη εύρεσης τρόπων για την διακυβέρνηση τους. Αναπτύχθηκαν θεσμοί και διαδικασίες προκειμένου να ρυθμίζονται οι σχέσεις μεταξύ των ομάδων και στην συνέχεια εθνών κρατών και έτσι δημιουργήθηκε αυτό που ονομάζουμε Δίκαιο. Η σχέση του δικαίου και της πολιτικής δεν θεωρούταν πάντα η ίδια από όλους και έτσι εύλογα απασχόλησε νομικούς και νομικό-φιλοσόφους η ερμηνεία, η διερεύνηση και ανάλυση αυτής.

Στην αρχαιοελληνική ιστορία ο Πλάτωνας στο έργο του η Πολιτεία (ή Περί Δικαίου) θεμελιώδης βάση του οποίου είναι η συνταύτιση της ευτυχίας με την δικαιοσύνη (380 έως 374 π.χ.) στο οποίο ο Σωκράτης και άλλοι εξέχοντες Αθηναίοι αλλά και ξένοι συζητούν τη σημασία της δικαιοσύνης, αναφέρεται η ιστορία ενός βοσκού του Γύγη που όλως τυχαίως βρήκε ένα μαγικό δαχτυλίδι όποιος το φορούσε και έστριβε την πέτρα του γινόταν αόρατος. Όταν δε ο Γύγης συνειδητοποίησε την ιδιότητα του δαχτυλιδιού, το φόρεσε, έγινε αόρατος κι έφτασε στο παλάτι του βασιλιά του, έκλεψε την βασίλισσα, σκότωσε τον βασιλιά και κατέλαβε τελικά την εξουσία. Εύλογα ερωτήματα ανακύπτουν που αναδεικνύουν την σημασία της σχέσεως δικαίου και πολικής, όπως τι θα γινόταν αν ο καθένας από εμάς αντιλαμβανόταν ότι είχε την δυνατότητα να αδικήσει χωρίς να γίνει αντιληπτός, προκειμένου να αποκτήσει πλούτη, ισχύ και εξουσία και να παραμένει δίκαιος από ελεύθερη επιλογή δίχως να υφίσταται η απειλή επιβολής μιας τιμωρίας;

Ο Σωκράτης στο τέλος του έργου της Πολιτείας καταλήγει στο συμπέρασμα «….. ότι καθεαυτήν η δικαιοσύνη είναι το μεγαλύτερο αγαθό της ψυχής αυτής καθ’ εαυτήν και ότι η ψυχή πρέπει να πράττει τα δίκαια είτε κατέχει το δαχτυλίδη του Γύγη είτε όχι…..». Με την κατάλληλη παιδεία ακόμη κι αν έχει κάποιος την δυνατότητα να αδικήσει ή να προβεί σε άδικη πράξη, δεν θα το πράξει, διότι θα γνωρίζει ότι η δικαιοσύνη είναι συνυφασμένη με την αρμονία της κοινωνικής συμβίωσης, με την ευδαιμονία επομένως των πολιτών.

Η σύνδεση και αλληλεπίδραση του δικαίου και της πολιτικής επισημάνθηκε από πολλούς φιλοσόφους και συγγραφείς. Μία από τις σημαντικότερες αναφορές είναι αυτή του πατέρα της κοινωνιολογικής νομολογίας Rudolph von Jhering, Γερμανού νομικού και συγγραφέα. Στο περίφημο έργο του «Ο σκοπός στο Δίκαιο», που εκδόθηκε το 1833, εξηγούσε πώς οι θεσπισμένοι κανόνες δικαίου λειτουργούν ως λύση σε προβλήματα που ανακύπτουν στην διαχείριση της πολιτικής και από αυτό άλλωστε συνάγεται και ο κάθε σκοπός τους. Ο σκοπός όμως μίας ρύθμισης και η ερμηνεία της για την ανεύρεση του είναι ένα θέμα ευρύτερο όπως εξετάστηκε από τον Jhering. Ο ίδιος ασχολήθηκε με την λεγόμενη τελεολογία, τη νομική δηλαδή μέθοδο σύμφωνα με την οποία ερμηνεύεται ο κανόνας δικαίου με βάση το σκοπό της ύπαρξης του και η σχετική αναζήτηση της ολοκληρώθηκε από τον Philipp Heck.

Όλες αυτές οι ιδέες αναλύσεις και συγγράμματα, οδήγησαν σταδιακά  στην κορύφωση της ιδέας, ότι το δίκαιο ως κοινωνικό φαινόμενο έχει και μία κοινωνικοπολιτική διάσταση,  με αποτέλεσμα, σήμερα να μην υποστηρίζεται από κανέναν η άποψη περί πλήρους αποσύνδεσης της νομικής επιστήμης από την πολιτική. Παρόλα αυτά όμως υπάρχουν ακόμα διαφωνίες μόνο ως προς έναν βαθμό σύμφωνα με τον οποίο συνδέεται το δίκαιο με την πολιτική, αλλά και ως προς τις επιπτώσεις που πρέπει να έχει η σύνδεση αυτή στο έργο της νομικής επιστήμης.

Το Δίκαιο σήμερα είναι το κυριότερο μέσο με το οποίο ασκείται η πολιτική καθώς είναι σε μεγάλο βαθμό ένα εργαλείο, σύμφωνα με το οποίο πραγματοποιούνται πολιτικές αποφάσεις και  έχει ως αποτέλεσμα ότι κάθε έννομη τάξη να είναι επηρεασμένη ουσιωδώς  από το πολιτικό σύστημα, μέσα στο πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε. Σύμφωνα με την μορφή του πολιτικού συστήματος συνδιαμορφώνεται και το ειδικότερο περιεχόμενο των θεμελιωδών αρχών και εννοιών, που έχουν την δυνατότητα να απαντούν σχεδόν σε κάθε έννομη τάξη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ:

α) ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Η λέξη «πολιτική», ετυμολογικά προέρχεται από την λέξη «πόλις», την αρχαία πόλη κράτος που ήταν η συνηθισμένη στην ελληνική αρχαιότητα μορφή κρατικής οργάνωσης. Η πολιτική είχε σχέση με τις υποθέσεις της πόλης, δηλαδή περιγράφει την σχέση με τα κοινά, υποδηλώνει ότι ανάγεται στη «φροντίδα των κοινών» (Αριστοτέλης) στο πλαίσιο μιας εξουσιαστικά αρθρωμένης κοινωνικής ομάδας και ειδικότερα ενός κρατικά οργανωμένου κοινωνικού σχηματισμού. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, που χαρακτηρίζονται από τη διαφοροποίηση κυβερνώντων και κυβερνωμένων, η εξουσία, δηλαδή η επιβολή ορισμένων θελήσεων πάνω σε άλλες θελήσεις, είναι διάχυτη.

Στην αρχαιότητα οι πολίτες που δεν ασχολούνταν με τα κοινά, θεωρούνταν ιδιώτες (idiot).  Στην «ιδιωτική σφαίρα» του ατόμου δεν έχει την δυνατότητα να παρέμβει το κράτος, καθώς είναι ένας χώρος ελευθερίας για το άτομο. Παρόλα αυτά οι χώροι της πολιτικής και της ιδιωτικής ζωής συσχετίζονται μεταξύ τους και έτσι η πολιτική επηρεάζει αρκετά τις προσωπικές επιλογές. Τα κύρια εργαλεία που χρησιμοποιεί η πολιτική είναι ο διάλογος, η διαπραγμάτευση, η συναίνεση και η εξομάλυνση. Προκειμένου να αναζητηθεί μία πολιτική λύση σε θέματα όπου υπάρχει διαφωνία είναι αναγκαίο να υφίσταται συμβιβασμός των αντίθετων πλευρών έτσι ώστε να βρεθεί μία κοινή αποδεκτή λύση από όλους.

Ο όρος «πολιτική» αφορά ειδικότερα το «γίγνεσθαι» της κρατικής εξουσίας, τη συγκρότησή της, την οργάνωσή της, την άσκησή της, την επιβολή της, την αμφισβήτησή της, τη διεκδίκησή της, την ανατροπή της, την κατάκτησή της. Σήμερα οι σύγχρονες κοινωνίες είναι οργανωμένες σε κράτη και η πολιτική ασκείται κατά κύριο λόγο από την κρατική εξουσία και κατ’ επέκταση ο όρος Πολιτική να αποτελεί άσκηση δημόσιας εξουσίας και στις σχέσεις μεταξύ κράτους και πολιτικής.

 Η πολιτική θεωρείται ανέκαθεν σαν «σύγκραση» (Θουκυδίδης) και σαν «τέχνη του μέτρου», με κύριο γνώρισμα την «μεσότητα» (Αριστοτέλης) και αποτελεί μια η συντονισμένη δράση ατόμων ή κοινωνικών ομάδων, επιδιώκοντας να πετύχουν το καλό και τους στόχους που αφορούν το κοινωνικό σύνολο.

β)ΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Το δίκαιο έχει την δυνατότητα να μπορεί να ελέγχει την εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων, αλλά όχι τον ψυχικό τους κόσμο, καθώς δεν μπορεί να τον επηρεάσει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το δίκαιο αδιαφορεί για τον ψυχισμό των ανθρώπων, καθώς στις ρυθμίσεις του ενσωματώνονται και στοιχεία που ενσωματώνονται στον εσωτερικό κόσμο του κοινωνού. Το δίκαιο είναι ένας παράγοντας, που ρυθμίζει την κοινωνική συμβίωσή, καθώς σημασία έχει η συμμόρφωσή των μελών της κοινωνίας στις επιταγές και τις απαγορεύσεις αυτού, δηλαδή η νομιμότητα της συμπεριφοράς τους. Από την άλλη μεριά, το δίκαιο δεν ενδιαφέρεται για τα κίνητρα όπου πράττουν τους κανόνες δικαίου επειδή είναι ορθοί, ή  έχουν συναίσθηση του καθήκοντος ή φοβούνται ότι θα υποστούν κυρώσεις.

Κύριο «μέσο» του δικαίου με το οποίο πραγματοποιεί τη ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης είναι η πολιτική εξουσία. Το εκάστοτε ισχύον δίκαιο αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις ανταγωνιστικών συμφερόντων, τις οποίες ταυτόχρονα εκφράζει και ρυθμίζει. Η ρύθμιση γίνεται με κανόνες δικαίου που τυποποιούν αυτές τις σχέσεις, πρόκειται για «κανόνες» με τους οποίους μετριέται και γίνεται η αποτίμηση της συμπεριφοράς (πράξεις ή παραλείψεις) των μελών ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού.

Η επιβολή και διατήρηση της τάξης, είναι ο πρωταρχικός σκοπός του δικαίου, δηλαδή η εξασφάλιση της ειρηνικής συμβίωσης μέσα σε ορισμένη κοινωνία και ως εκ τούτου το δίκαιο αποβλέπει ουσιαστικά στην ρύθμιση της εξωτερικής συμπεριφοράς των μελών της. Για να είναι όμως αποτελεσματική αυτή η ρύθμιση, συνοδεύεται από κυρώσεις, οι οποίες είναι καταναγκαστικές. Έτσι, το δίκαιο είναι, εξ ορισμού, συνυφασμένο με την ικανότητα καταναγκαστικής επιβολής, η δε τήρηση των κανόνων του εξασφαλίζεται με κανόνες, δικαίου. Η οργάνωση εξουσίας είναι κατ’ εξοχήν η κρατική εξουσία και έτσι το δίκαιο συναρτάται με το κράτος και οι κυρώσεις για την παράβαση των κανόνων δικαίου επιβάλλονται από την πολιτική εξουσία και κατ’ επέκταση αδιαμφησβήτητα  το δίκαιο θεωρείται το κυριότερο μέσο με το οποίο ασκείται η πολιτική σήμερα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV:

ΣΧΕΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΈΝΩΣΗ

Η ιστορική καταγωγή του διεθνούς δικαίου βρίσκεται στους αρχαϊκούς χρόνους, όπου στην προκλασσική Ελλάδα και στην Περσία και στην Ελληνιστική περίοδο βρέθηκαν τεκμήρια που επηρεάζουν την ύπαρξη ενός συστηματοποιημένου διεθνούς ή διακριτικού δικαίου. Πατέρας του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς πολιτικής σε επιστημονικό επίπεδο υπήρξε ο Θουκυδίδης. Το έργο του Θουκυδίδη παρατηρήθηκε από τον Joseph Nys, καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο Χαρβαντ ως «βίβλος της διεθνούς πολιτικής». Υπάρχει βέβαια και η μειοψηφούσα άποψη που θέλει τη μελέτη του διεθνούς δικαίου να ξεκινάει στην Ευρώπη μετά την ειρήνη της Βεστφαλίας (1648) με την οποία έληξε ο τριακονταετής πόλεμος.

Το νεότερο διεθνές δίκαιο βασιζόταν στην αναγνώριση του μοντέρνου κυρίαρχου Κράτους ως μόνου υποκείμενου του Διεθνούς Δικαίου, στο οποίο σύστημα συνυπήρχαν διάφορα κυρίαρχα Κράτη που θεωρούνταν ως νομικώς ίσα και αποδέχονταν το κυρίαρχο δικαίωμα της διεξαγωγής πολέμου για να επιβάλουν τα αιτήματά τους και να διαφυλάξουν τα εθνικά τους συμφέροντα. Το 1918 ήρθε μια θεμελιακή αναδιαμόρφωση που είχε διάφορες φάσεις έως την τελική της διαμόρφωση τους διεθνούς συστήματος, με την προσπάθεια να οργανωθεί η διεθνής κοινότητα και να απαγορευτεί η χρήση βίας.

Η Ε.Ε. λειτουργεί ως ένα πολυκεντρικό σύστημα λήψης πολιτικών αποφάσεων και η υφιστάμενη σύγχυση στις σχέσεις μεταξύ δικαίου και πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο οφείλεται αφενός στο ότι δεν έχουν κατασταλάξει μέσα από την ιστορική εξέλιξη όπως συμβαίνει στο εθνικό επίπεδο όπου έχουν παγιωθεί σε ένα βαθμό και αφετέρου στο ότι η σύγκλιση των δικαίων υποκατέστησε το ελλείπον πολιτικό σχέδιο και το δίκαιο λειτούργησε πολιτικά.

Η κατασκευή ενός ευρωπαϊκού κοινού χώρου έγινε μέσω κανόνων, οργάνων, διαδικασιών και πρακτικών που αδρανοποίησαν και περιέβαλαν τα αντίστοιχα εθνικά και υπεισήλθαν υπεράνω ή και μεταξύ των εθνικών δικαιοταξιών. Η απόρριψη του ευρωπαϊκού συντάγματος απέδειξε την αστοχία μεταφοράς της νομικής ιδεολογίας από το εθνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο, χωρίς να έχει προηγουμένως ξεκαθαριστεί πολιτικά η μορφή των σχέσεων που έχει λάβει ο ανταγωνισμός και η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε.

Στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης το ευρωπαϊκό δικαστήριο χρησιμοποίησε το δίκαιο ως εργαλείο της πολιτικής. Πράγματι το ευρωπαϊκό δίκαιο στηρίζεται στις διεθνείς συνθήκες της Ε.Ε. όμως το Ευρωπαϊκό δικαστήριο ήταν εκείνο που μέσω της νομολογίας του «δανείστηκε» τα θεμέλια των κρατικών δικαιοταξιών για να διακηρύξει ότι το υπό κατασκευή νομικοπολιτικό σύστημα υπόκειται στις αρχές του κράτους δικαίου και της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Προέκυψε ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο αποτελεί ένα προνομιούχο μέσο της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά και μια μέθοδο πολιτικής νομιμοποίησης της Ε.Ε. σαν να ήταν κράτος χωρίς να είναι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V:

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

ΣΧΕΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Η επιβολή των κανόνων δικαίου είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών. Το Δίκαιο δεν είναι εφικτό να νοηθεί ανεξάρτητα από την πολιτική και είναι αυτό που ορίζει τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η πολιτική εξουσία, τα όριά της, τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις από τα αρμόδια πολιτειακά όργανα και ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η πολιτική διαδικασία. Όταν λαμβάνεται μία πολιτική απόφαση, προκειμένου να πραγματοποιηθεί και στην συνέχεια να εφαρμοστεί, απαιτείται η ψήφιση νόμου ώστε να ενσωματωθεί στο σύνολο των κανόνων δικαίου του κράτους. Η πολιτική εξουσία δρα ως «εγγυητής» του δικαίου, που έχει θεσπίσει πριν και ανεξάρτητα από αυτήν.

Σήμερα ο μέσος πολίτης αντιλαμβάνεται το δίκαιο και την πολιτική ως θεμελιωδώς αντίθετες έννοιες μεταξύ τους, δεχόμενος  παρόλα αυτά ότι  έχουν αντίστοιχα πολλά σημεία επαφής μεταξύ τους. Η κοινωνία της εποχής μας χαρακτηρίζεται από έντονο κρατικό παρεμβατισμό, από την πολιτικοποίηση τής οικονομίας και την επιστημονικοποίηση των σχέσεων παραγωγής και των σχέσεων κυριαρχίας.

Με τον κρατικό παρεμβατισμό της εποχής μας, η τάση για υπαγωγή ολοένα και περισσότερων κοινωνικών σχέσεων σε δικαιική ρύθμιση, δηλαδή η τάση για «νομικοποίηση» του κοινωνικού βίου και για «κοινωνικοποίηση» του δικαίου είναι προφανώς έντονη. Οι αλλαγές στο επίπεδο του δικαίου έπονται των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών αλλαγών και τις «επικυρώνουν». Η οργάνωση της κρατικής εξουσίας, η ρύθμιση της άσκησης του καταναγκασμού και γενικότερα η εξασφάλιση της επιβολής της γίνεται με κανόνες δικαίου.

Έτσι το δίκαιο χρησιμεύει ως μέσο πολιτικής, η δε πολιτική «νομικοποιείται». Οι κρατούντες μεθοδεύουν με το δίκαιο την επιβολή της θέλησής τους και τη συντήρηση και αναπαραγωγή των υφισταμένων κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνονται κυρίως από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπων και ειδικότερα από τον τρόπο παραγωγής των οικονομικών αγαθών. Ως μέσο πολιτικής (πίεσης και πειθούς) το δίκαιο δεν λειτουργεί μονοδρομικά, προς όφελος μόνο των κρατούντων. Στη διαλεκτική πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι το εκάστοτε ισχύον δίκαιο, χωρίς να είναι «ουδέτερο» ή «αμερόληπτο», επιδιώκει αποβλέποντας στην εξασφάλιση της τάξης και της ειρηνικής συμβίωσης, μια σχετική εξισορρόπηση και έναν συγκερασμό ή συμβιβασμό των ανταγωνιστικών συμφερόντων, που υπαγορεύεται από συγκεκριμένο συσχετισμό κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων.

Το δίκαιο δεν εκφράζει μόνο τη θέληση και τα συμφέροντα των κρατούντων, λειτουργώντας συντηρητικά, αλλά εμπεριέχει αντινομίες και αντιφατικά στοιχεία, που αντιστοιχούν σε επιτεύγματα διεκδικητικών αγώνων των εξουσιαζομένων και που λειτουργούν προοδευτικά. Χρησιμοποιείται, ως μέσο πολιτικής όχι μόνον από τους κυβερνώντες, αλλά και από τους κυβερνωμένους, επειδή το δίκαιο δεν είναι απλώς «εργαλείο» επιβολής που το χειρίζονται κατά βούληση οι κρατούντες, αλλά πεδίο διεξαγωγής των κοινωνικών ανταγωνισμών.

Κατ’ επέκταση, εφόσον οι πολιτικοί ανταγωνισμοί διεξάγονται με στόχο τη θέσπιση, τροποποίηση ή κατάργηση κανόνων δικαίου, ρυθμιστικών ορισμένων κοινωνικών σχέσεων, συνυφαίνονται με το δίκαιο, το οποίο αποβαίνει έτσι ο «χώρος» όπου συγκρούονται τα προνόμια των κρατούντων και οι διεκδικήσεις των εξουσιαζομένων.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

      Το δίκαιο και η πολιτική δεν αποτελούν, χωριστές ή αντίθετες κατηγορίες, αφού στην ιστορική εξέλιξη ο διαχωρισμός κράτους και κοινωνίας τείνει ήδη αντικειμενικά να ξεπεραστεί. Υπάρχουν ανάμεσα στην σχέση δικαίου και πολιτικής πολλά κοινά σημεία επαφής και έχουν μία σχέση εξάρτησης μεταξύ τους, καθώς αυτά τα δύο φαινόμενα συνδέονται στενά μεταξύ τους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζονται.

Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ του δικαίου και της πολιτικής έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να κατανοήσει ολόκληρη την διάσταση του δικαίου χωρίς να έχει γνώσεις για τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που συνέβαλαν στην δημιουργία του, τους σκοπούς που υπηρετεί η θέσπισή του. Συμπερασματικά διαπιστώνεται ότι το Δίκαιο δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από την πολιτική. Η νομική επιστήμη έχει υποχρεωτικά μία πολιτική διάσταση και σε περίπτωση που υπάρξει άρνηση του πολιτικού της χαρακτήρα, αυτομάτως θα επέλθει άρνηση και στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα.

Δήμητρα Νικολαΐδου