Εισαγωγή
Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του σύγχρονου ιδιωτικού διεθνούς δικαίου είναι η επίδραση του ευρωπαϊκού δικαίου, ειδικά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κυρίως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που έχει ως αποτέλεσμα το ρυθμιστικό πεδίο του εθνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, να συρρικνώνεται σημαντικά. Σε τομείς όπως οι συμβατικές υποθέσεις και το διεθνές δίκαιο κληρονομικής περιουσίας, καθώς και σε σημαντικό μέρος του διεθνούς οικογενειακού δικαίου, το ευρωπαϊκό δίκαιο κυριαρχεί μέσω της έκδοσης Κανονισμών. Ωστόσο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, στον τομέα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο πέραν του ευρωπαϊκού δικαίου, και αυτό συμβαίνει εξίσου σε όλους τους κλάδους του δικαίου. Ειδικότερα, όσον αφορά το διεθνές οικογενειακό δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα αναδύονται ως ένας διαπεραστικός παράγοντας, που αρχίζει από την απόρριψη ορισμένων πρακτικών, όπως η πολυγαμία, ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και φτάνει μέχρι την αναγνώριση νόμιμων σχέσεων και καταστάσεων που έχουν ήδη καθιερωθεί και διαμορφωθεί.
Α. Η επίδραση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στους κανόνες σύγκρουσης και τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας
Στην ευρεία έννοια του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ανήκει και το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ενώ κατά την στενή έννοια, το δικονομικό διεθνές δίκαιο και το δίκαιο καταστάσεως αλλοδαπών. Στους κλάδους αυτούς, η εφαρμογή του κανόνα σύγκρουσης δεν θα πρέπει να θίγει τον πυρήνα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Όλες οι λύσεις του δικαίου της χώρας μας, του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου πρέπει να εναρμονίζονται με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αντίστοιχα οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ θα πρέπει να γίνονται σεβαστές. Έμφαση θα πρέπει να δώσουμε στο γεγονός ότι το ΕΔΔΑ, αγνοεί το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, στις περιπτώσεις που η εφαρμογή του παρεμποδίζει τις θεμελιώδεις προστατευόμενες διατάξεις από τη Σύμβαση. Τέλος, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Ελληνικού Συντάγματος, οι διεθνείς συμβάσεις όπου προσχωρεί η ελληνική έννομη τάξη, καθίστανται αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζονται αυτεπάγγελτα.
Α1. ΕΣΔΑ και κανόνες σύγκρουσης
Κατά την μεθοδολογική τάξη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, στην σειρά έρχονται πρώτες οι διεθνείς ρυθμίσεις υπέρτερης τυπικής ισχύος, καθώς διευρύνουν εννοιολογικά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο και αποτελούν ένα πεδίο ελέγχου συμβατότητας εθνικών ρυθμίσεων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Έπειτα, σειρά έχουν οι κανόνες αμέσου εφαρμογής και περαιτέρω οι ουσιαστικοί κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τέλος, ακολουθούν οι κανόνες σύγκρουσης και ειδικότερα σε περίπτωση αδυναμίας εφαρμογής του κανόνα σύγκρουσης, εφαρμόζεται εναλλακτικά η lex fori, ήτοι το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή.
Ο κανόνας σύγκρουσης χωρίζεται από τρία τμήματα, την ρυθμιστέα σχέση, τον σύνδεσμο και το εφαρμοστέο δίκαιο. Ο κλασικός κανόνας σύγκρουσης είναι έμμεσος, υποθετικός, γενικός, αφηρημένος και ουδέτερος. Αφηρημένος, χαρακτηρίζεται διότι κατά την διαδικασία προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου δεν συμπεριλαμβάνεται το περιεχόμενό του, δηλαδή δεν ενδιαφέρεται, για την λύση ουσιαστικού δικαίου που θα οδηγηθεί και αν αυτή είναι δίκαιη ή άδικη. Επιπλέον, σύμφωνα με τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου δεν εκφράζεται κάποια προτίμηση για το δίκαιο που προκρίνεται ως εφαρμοστέο, δηλαδή είναι ουδέτερος. Ο κανόνας σύγκρουσης δεν ρυθμίζει άμεσα την σχέση, αλλά υποδεικνύει ποιο από όλα τα δίκαια θα ρυθμίζει τη σχέση. Εν κατακλείδι, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι όπως ως αφηρημένος κανόνας ο κανόνας σύγκρουσης, είναι δύσκολο να έχει ζητήματα συμβατότητας ή ασυμβατότητας του περιεχομένου του με την ΕΣΔΑ και τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικότερα.
Σε περίπτωση παραβίασης της ΕΣΔΑ του άρθρου 14, το οποίο κατοχυρώνει την ισότητα στην απόλαυση των δικαιωμάτων που θεσπίζονται, συμπεραίνουμε, πως είναι δύσκολο να προκύψουν ζητήματα συμβατότητας ή ασυμβατότητας του περιεχομένου του με την ΕΣΔΑ και τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικότερα, όπως από την χρήση καταχρηστικών συνδετικών στοιχείων συναγάγουμε, για παράδειγμα τον σύνδεσμο της ιθαγένειας του άνδρα πριν τον ν. 1329/1983, ή για παράδειγμα τον σύνδεσμο της τελευταίας κοινής ιθαγένειας πατρός και του τέκνου για την ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ γονέων και παιδιών. Επιπροσθέτως, η ρύθμιση του άρθρου 31 του Αστικού Κώδικα, στο οποίο ορίζεται πως η ελληνική ιθαγένεια προκρίνεται για την εφαρμογή των κανόνων σύγκρουσης σε περίπτωση πολυϊθαγένειας. Ο σύνδεσμος αυτός θεωρείται επίσης καταχρηστικός, που σημαίνει ότι προσκρούει στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, όπως αναφέρεται στους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς, για τον λόγο αυτό επιλέγονται ουδέτεροι σύνδεσμοι, όπως είναι ο σύνδεσμος της συνήθους διαμονής ή της κατοικίας, που ίσως κατά κάποιο τρόπο να θεωρούνται πιο δίκαιοι από τον σύνδεσμο της ιθαγένειας.
Α2. ΕΣΔΑ και Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο
Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι, οι δικονομικοί κανόνες από ιδιωτικοδιεθνολογική άποψη παρουσιάζονται ουδέτεροι, για την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου και δεν τίθεται ζήτημα άμεσης σύγκρουσης τους με την ΕΣΔΑ. Στην επιλογή της συγκεκριμένης βάσης διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά το ελληνικό σύστημα δεσπόζει η έννοια της τοπικής αρμοδιότητας και κατ’ εξαίρεση της ιθαγένειας και ευνοεί τον ημεδαπό, υπάρχει δε περίπτωση να προσβάλει την άσκηση άμεσα προστατευόμενων από την ΕΣΔΑ δικαιωμάτων και εν προκειμένω το δικαίωμα αποκλειστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη. Γενικότερα όμως, το δικονομικό δίκαιο σχετίζεται άμεσα με την έννομη τάξη της ΕΣΔΑ και συνδέεται με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, στο οποίο καθιερώνεται το δικαίωμα της δίκαιης δίκης. Η συγκεκριμένη διάταξη ορίζει πως όποιος θα ήθελε να κινήσει έναν δικαστικό αγώνα, ή όποιος έχει ήδη εμπλακεί σε αυτόν, μπορεί να αναπτύξει ενώπιον του Δικαστηρίου όλους τους ισχυρισμούς που θα θέλει να προβάλλει. Οι κανόνες όμως που ευνοούν τον ημεδαπό μπορούν να προσβάλουν το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Δυστυχώς, οι υπέρμετρες βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας ενδέχεται να καθιστούν ιδιαίτερα δυσχερές, αλλά και αναποτελεσματικό το δικαίωμα της προσφυγής σε Δικαστήριο.
Μη συμβατή με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη μπορεί να θεωρηθεί και η υπέρμετρη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 40 ΚΠολΔικ κατά το οποίο « … δίκες εναντίον προσώπων που δεν έχουν κατοικία στην Ελλάδα, εφ’ όσον το αντικείμενό τους είναι περιουσιακό μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει περιουσία του εναγομένου…». Η συγκεκριμένη βάση προστέθηκε προς διευκόλυνση των συναλλαγών αλλά και για να εξυπηρετήσει την εισαγωγή εγχώριων δικών εναντίων αλλοδαπών.
Μία από τις υποθέσεις που είχαν εκδικασθεί στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, εκδοθείσα το 1977, ήταν η υπόθεση Shaffer vs Heitner, αποφαίνοντας πως η οιονεί εμπράγματη δικαιοδοσία δεν εναρμονίζεται με τις συνταγματικές επιταγές της χρηστής δίκης, που εκτός από την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων δεν υπάρχει κανένας άλλος συνδετικός κρίκος με την ασκούσα δικαιοδοσία Πολιτεία των ΗΠΑ. Η αποδυνάμωση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής ενδέχεται να παραβιάζει το άρθρο 6. Έτσι στο άρθρο 5 του Κανονισμού 1215/2012, που αναγράφεται ότι δεν εφαρμόζονται οι υπέρμετρες βάσεις της εσωτερικής εθνικής δικαιοδοσίας. Παρόλα αυτά σε μία αιτιολογική σημείωση του ανωτέρω κανονισμού ορίζεται ότι:«Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, που διασφαλίζονται στο άρθρο 47 του Χάρτη». Επίσης, πρόσθετες προϋποθέσεις για μια δίκαιη δίκη είναι και η ισότητα των όπλων και η υποχρέωση να παρέχεται σε κάθε διάδικο η λογική δυνατότητα να υποστηρίζει τις θέσεις του κάτω από συνθήκες που δεν καθιερώνουν έναν πλεονέκτημα για το ένα μέρος σε βάρος του άλλου. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ θέτει ως προϋπόθεση την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων και αντίστοιχα το άρθρο 35 της ΕΣΔΑ επιβάλλει τα ένδικα μέσα να είναι διαθέσιμα και επαρκή για την αποκατάσταση των επικαλούμενων παραβιάσεων, δηλαδή το υπεύθυνο κράτος θα πρέπει να δύναται να διορθώσει τις παραβιάσεις με τα εσωτερικά διαθέσιμα μέσα πριν από την προσφυγή του στο ΕΔΔΑ. Βρίσκεται στην ευχέρεια της Κυβερνήσεως των Κρατών μελών να πείσει το Δικαστήριο πως η επικαλούμενη προσφυγή ήταν πραγματική, αποτελεσματική και διαθέσιμη. Τέλος, κατά την υπ’ αριθμόν 24 αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού 1215/2012, «Για τη σωστή απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο του οικείου κράτους μέλους θα πρέπει να αξιολογεί όλα τα πραγματικά περιστατικά της ενώπιόν του υποθέσεως. Εδώ περιλαμβάνεται η σχέση μεταξύ των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, των διαδίκων και του ενδιαφερόμενου τρίτου κράτους, το στάδιο που βρίσκεται η διαδικασία στο τρίτο κράτος κατά την εκκίνηση της διαδικασίας στο δικαστήριο του κράτους μέλους και το εάν ή όχι το δικαστήριο του τρίτου κράτους αναμένεται να εκδώσει απόφαση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος».
Συμπερασματικά των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι έμφαση θα πρέπει να δοθεί στο γεγονός πως τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν μπορούν να επηρεάσουν μόνο τον σύνδεσμο ενός κανόνα σύγκρουσης που θεσπίζεται σε μια έννομη τάξη, αλλά εύλογα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα υποχρεώνει ή τα καθοδηγεί ώστε να διαμορφώσει όλο το δικονομικό του σύστημα με βάση τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλιώς το Κράτος θα θεωρηθεί ότι παραβιάζει τις εκ του διεθνούς αλλά και εκ του ευρωπαϊκού δικαίου, υποχρεώσεις που έχει.
Β. Η επίδραση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης και έννομων σχέσεων
Β1. Ανθρώπινα δικαιώματα και μέθοδος αναγνώρισης
Η δίκαιη εκδίκαση μιας υπόθεσης μπορεί να απαιτεί την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Αν και τα θεμελιώδη δικονομικά δικαιώματα επιβάλλουν την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων, μπορεί να υπάρξει άρνηση αυτής της διαδικασίας για λόγους δημόσιας τάξης. Η αναγνώριση αυτών των αποφάσεων πηγάζει από το διεθνές δίκαιο και το διεθνές έθιμο, καθώς και από γενικές αρχές του δικαίου. Η εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη της Ένωσης οδηγεί στην αμοιβαία αυτόματη αναγνώριση και την ανάγκη για ταχύτερη επίλυση διασυνοριακών διαφορών. Επιπλέον, η αρχή της εκτελεστότητας επιτρέπει την άμεση εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε άλλα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις που εκδίδονται από δικαστήρια κράτους μέλους θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αν είχαν εκδοθεί στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης.
Όπως προαναφέρθηκε, η παραβίαση της ΕΣΔΑ μπορεί να προκύψει όταν αλλοδαπός νόμος εφαρμόζεται στον επίσημο κανόνα του ενός κράτους ή όταν αναγνωρίζεται αλλοδαπή δικαστική απόφαση. Ο δικαστής οφείλει να εξετάσει τα αποτελέσματα της αλλοδαπής απόφασης. Επιπλέον, το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο χρησιμοποιεί διάφορες μεθόδους, όπως οι κανόνες αμέσου εφαρμογής, οι ουσιαστικοί κανόνες και η μέθοδος του κανόνα σύγκρουσης. Επιπροσθέτως, παρατίθεται η μέθοδο της αναγνώρισης εννόμων σχέσεων, που επικεντρώνεται στην αναγνώριση νόμιμων καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί σε μια άλλη έννομη τάξη. Τέλος, αναφέρεται και η σημασία της αναγνώρισης δημόσιων πράξεων που έχουν επηρεαστεί από τη δημόσια αρχή, όπως ληξιαρχικές πράξεις ή πράξεις γάμου, και πώς αυτές οδηγούν στην αναγνώριση της νόμιμης σχέσης.
Έμφαση θα πρέπει να δώσουμε στο γεγονός ότι δεν αναγνωρίζονται όλες οι νόμιμες σχέσεις, αλλά μόνο αυτές που έχουν καθιερωθεί σαφώς. Στο ελληνικό νομικό σύστημα, για να αναγνωριστεί μια νόμιμη σχέση πρέπει να πληρούνται ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως η χρονική διάρκεια που παράγει αποτελέσματα, η ένταση των δεσμών με τη νομική τάξη που την ίδρυσε, η εμφάνιση της φαινομενικότητας και ο έλεγχος της διεθνούς δημόσιας τάξης. Τουτέστιν, η νομική τάξη υποδοχής ελέγχει την αναγνώριση μιας νόμιμης σχέσης με στοιχεία αλλοδαπότητας μέσω ελέγχου εγγύτητας, αναζητώντας την συνεχή και σοβαρή σχέση με τη νομική τάξη προέλευσής της, και εξετάζει εάν υπάρχει καταχρηστική χρήση, όπως η χρήση πλαστών στοιχείων, και επίσης εξετάζει τη δημόσια τάξη.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο είναι πως, η αναγνώριση μιας νόμιμης σχέσης ή μιας απόφασης δεν συνεπάγεται αυτόματα τη χορήγηση περισσότερων νόμιμων συνεπειών στη χώρα υποδοχής από αυτές που ισχύουν στη χώρα καταγωγής ή τη δημιουργία νέων νόμιμων συνεπειών που δεν υπάρχουν στη νόμιμη αυτή τάξη.
Η αναγνώριση ανταποκρίνεται στην ανάγκη για σταθερότητα και διάρκεια στη ρύθμιση των διεθνών σχέσεων στον τομέα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Αυτή η σταθερότητα και διάρκεια είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση του συναλλακτικού και κοινωνικού βίου, ειδικά όταν οι άνθρωποι μετακινούνται συχνά από τη μία χώρα στην άλλη. Γι’ αυτόν τον λόγο, απαιτείται η επίτευξη ευρύτερης ομοιομορφίας και διεθνούς εναρμόνισης των διεθνών νομικών σχέσεων.
Η σημασία της μεθόδου της αναγνώρισης στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, επισημαίνει ότι αυτή η μέθοδος είναι πιο εφαρμόσιμη σε κοινότητες δικαίου όπως η ευρωπαϊκή νομική τάξη. Στον ευρωπαϊκό χώρο, η αναγνώριση είναι πιο εύκολη λόγω της εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Επίσης, υπογραμμίζεται ότι η ενωσιακή νομική τάξη κινείται με σκοπό να ενοποιήσει τα κράτη και να προάγει τη συνεργασία μεταξύ τους, αποφεύγοντας έτσι τις εθνικές περιορισμένες πρακτικές. Επιπλέον, η αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων και νομικών καταστάσεων σε διάφορες νομικές τάξεις συμβάλλει στην ενίσχυση της ενοποιητικής δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε αυτή τη νομική κοινότητα.
Τέλος, η μέθοδος αναγνώρισης αποτελεί αδιαμφισβήτητα θετικό δίκαιο σε κοινοτικά κείμενα και ειδικότερα η μέθοδος αναγνώρισης αποφάσεων υπάρχει στους εξής Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς:
Κανονισμός 1215/2012 περί Διεθνούς Δικαιοδοσίας και Εκτέλεσης Αποφάσεων
Ο συγκεκριμένος κανονισμός θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και τέθηκε σε εφαρμογή στις 10 Ιανουαρίου 2015. Η αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων καθίστανται ακόμα πιο εύχερες, μέσω της κατάργησης του exequatur, όπως αναγράφεται και στο άρθρο 39 του ίδιου Κανονισμού, ήτοι δεν απαιτείται πλέον κήρυξη εκτελεστότητας, αλλά μία απόφαση που θα εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος και είναι εκτελεστή σε αυτό το κράτος μέλος, θα πρέπει να είναι ομοίως εκτελεστή και από τα άλλα κράτη μέλη.
Κανονισμός 2201/2003
Ο κανονισμός 2201/2003 εφαρμόζεται α) στις αστικές υποθέσεις που είναι σχετικές με το διαζύγιο, τον δικαστικό χωρισμό, την ακύρωση του γάμου των συζύγων και β) στις αστικές υποθέσεις που έχουν να κάνουν με την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο και την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας, ιδίως θέματα επιμέλειας, προσωπικής επικοινωνίας, επιτροπείας, κηδεμονίας, η διοίκηση της περιουσίας του παιδιού, η εκπροσώπηση του, η φροντίδα του και τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με την διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του.
Δηλαδή πρόκειται για έναν Κανονισμό που αφορά την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και γονικής μέριμνας διαφορές και ισχύει από 1η Μαρτίου 2005.
Ο ανωτέρω Κανονισμός, όπως και ο Κανονισμός 1215/2012 που αναφέρθηκε προηγουμένως, καθιερώνουν ως γενική αρχή την αναγνώριση των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, ενώ οι προϋποθέσεις και τα κωλύματα μη αναγνώρισης ορίζονται ρητά στον Κανονισμό. Στο άρθρο 21 του Κανονισμού οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα υπόλοιπα κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία, δηλαδή το κράτος αναγνώρισης αποδέχεται την αυτοδίκαιη ένταξη των αποτελεσμάτων της αλλοδαπής απόφασης στην έννομη τάξη του σαν να είναι δική του απόφαση, χωρίς την παρεμβολή κάποιας ιδιαίτερης εθνικής διαδικασίας. Δεδομένο είναι ότι η αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος, βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης κατά το σημείο 21 του προοίμιου του Κανονισμού, οι λόγοι της μη αναγνώρισης θα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο βαθμό.
Κανονισμός 650/2012
Μέσα από τον Κανονισμό 650//2012 ρυθμίζονται οι κληρονομικές διαδοχές που συνδέονται με περισσότερες από μία έννομες τάξεις. Πιο συγκεκριμένα, ρυθμίζονται από τα άρθρα 39-58 του κανονισμού αυτού τα ζητήματα που έχουν σχέση με την αναγνώριση, την εκτελεστότητα και την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος επί υποθέσεων, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. Αποδεκτό θεωρείται πως όταν εκδίδεται μια διοικητική πράξη από δημόσια αρχή που πιστοποιεί μια νομική κατάσταση, αυτή η δημόσια πράξη θα πρέπει να αναγνωρίζεται στο κράτος υποδοχής με την προϋπόθεση ότι συγκροτήθηκε νόμιμα στο κράτος προέλευσής της και δεν εγείρονται αμφιβολίες ως προς την υποστήριξή της. Παράδειγμα προς αυτό είναι το άρθρο 59 του Κανονισμού 650/2012 που αναφέρει ότι «Δημόσιο έγγραφο που καταρτίζεται σε αν κράτος μέλος έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ σε άλλο κράτος μέλος με αυτήν που έχει στο κράτος μέλος προέλευσης ή την πλησιέστερη ισχύ, υπό τον όρο ότι αυτό δεν αντιβαίνει προδήλως στη δημόσια τάξη του συγκεκριμένου κράτους μέλους».
Κανονισμός 4/2009
Ο ανωτέρω Κανονισμός αναγράφει για τις ρυθμίσεις της διεθνής δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση και συνεργασία σε θέματα που είναι σχετικά με τις υποχρεώσεις διατροφής. Κατά τον κανονισμό, μία απόφαση του κράτους μέλους που δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 αναγνωρίζεται σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να είναι υποχρεωτικό να ακολουθηθεί κάποια δικαιοδοσία και χωρίς δυνατότητα προσβολής της αναγνώρισης της και θα είναι εκτελεστή σε άλλο κράτος μέλος, αφού προσκομισθούν τα έγγραφα που προβλέπει στο άρθρο 20. Από την άλλη πλευρά, για αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος που δεν δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007, αναγνωρίζονται σε κράτος μέλος χωρίς να πρέπει να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδικασία και χωρίς δυνατότητα προσβολής της αναγνωρίσεως τους, εκτός από κάποιες περιπτώσεις που δεν αναγνωρίζονται εάν: α) η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η αναγνώριση, β) το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο ή αντίστοιχο έγγραφο δεν κοινοποιήθηκε ή δεν επιδόθηκε στον ερημοδικασθέντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, γ) η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ των διαδίκων στο κράτος μέλος που ζητείται η αναγνώριση, ή είναι ασυμβίβαστη με προγενέστερη απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η αναγνώριση, ή είναι ασυμβίβαστη με προγενέστερη απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος μεταξύ των ιδίων διαδίκων επί διαφοράς που είχε το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, καθώς η απόφαση πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναγνώριση στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η αναγνώριση.
Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στο γεγονός της μη δυνατότητας προβολής λόγων άρνησης αναγνώρισης μιας απόφασης κράτους μέλους που δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007. Μια χρήσιμη παρατήρηση είναι πως σταδιακά η ρύθμιση αυτή θα αποτελέσει στο μέλλον κοινή ρύθμιση σε όλους τους Κανονισμούς, καθιστώντας μία απόφαση που εξεδόθη εντός κράτους μέλους ως κατά μία έννοια «απρόσβλητη». Αν όμως η αναγνώριση αποφάσεων ή και έννομων σχέσεων και καταστάσεων χωρίς προϋποθέσεις αποτελεί την ορθή λύση και εκφεύγει από το πλαίσι0ο της παρούσης εργασίας. Υφίσταται πάντως η άποψη ότι πρέπει να μην δίνεται τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη σε μια απόφαση που εξεδόθη σε ένα άλλο κράτος μέλος, επειδή πρέπει να διατηρηθούν οι εγγυήσεις που συνοδεύουν ένα σύστημα καθιέρωσης λόγων άρνησης αναγνώρισης.
Κανονισμός 2016/1103 και Κανονισμός 2016/1104
Ο Κανονισμός 2016/1103 αναφέρεται στην θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των διεθνών ζευγαριών ενώ ο κανονισμός 2016/1104 είναι σχετικό με τις περιουσιακές σχέσεις καταχωρισμένων συντρόφων.
Σύμφωνα με την ερμηνεία των βασικών Κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι είναι σχετικοί με το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, οδηγούμεθα στο συμπέρασμα πως οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται και αφορούν τις έννομες τις έννομες σχέσεις ή αλλιώς καταστάσεις, αναγνωρίζονται σε όλα τα κράτη μέλη ενώ οι προϋποθέσεις άρνησης αναγνώρισης αναγράφονται ως εξαντλητικά. Οι δικαστικές αποφάσεις που είναι σχετικές με κληρονομικές σχέσεις, σχέσεις που έχουν να κάνουν με την γονική μέριμνα και την επιμέλεια, την διατροφή, τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων καταχωρισμένων συντρόφων, τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις που αναγνωρίζονται άμεσα στα υπόλοιπα κράτη μέλη.
Βέβαια εκτός από τους Κανονισμούς και την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων καθοριστική για την εξέλιξη της θεωρίας της αναγνώρισης είναι η νομολογία του ΔΕΕ στα ζητήματα που είναι σχετικά με την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας εταιριών και στα ζητήματα αναγνώρισης του επωνύμου των φυσικών προσώπων. Σχετικά θα ήθελα να αναφερθώ στην υπόθεση Grunkin- Paul το ΔΕΚ είχε κρίνει ότι: «το άρθρο 18 της ΣΕΕ απαγορεύει στις αρχές ενός κράτους μέλους να αρνηθούν, κατ’ εφαρμογή του εθνικού δικαίου, την αναγνώριση του επωνύμου ενός τέκνου, το οποίο καθορίστηκε και καταχωρίστηκε σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο γεννήθηκε και έκτοτε κατοικεί το τέκνο αυτό, το οποίο όπως και οι γονείς του έχουν την ιθαγένεια του πρώτου κράτους μέλους»… «Κάθε φορά που το επώνυμο το οποίο χρησιμοποιείται σε ορισμένη περίπτωση δεν αντιστοιχεί στο επώνυμο που αναγράφεται στο έγγραφο που προσκομίζεται προς απόδειξη της ταυτότητας ενός προσώπου, ιδίως προκειμένου να χορηγηθεί ορισμένη παροχή ή να παρασχεθεί οποιοδήποτε δικαίωμα ή να αποδειχθεί η επιτυχία σε εξετάσεις ή η απόκτηση δεξιοτήτων ή όταν το επώνυμο που αναγράφεται σε δυο από κοινού προσκομιζόμενα έγγραφα δεν είναι το ίδιο, μια τέτοια διαφορά επωνύμου είναι ικανή να προκαλέσει αμφιβολίες όσον αφορά την ταυτότητα του προσώπου αυτού. Ένα τέτοιο εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο αν στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους και τελεί σε αναλογία προς το σκοπό που επιδιώκει θεμιτώς».
Στην διαδικασία της μεθόδου αναγνώρισης, η νομολογία των υπερεθνικών ευρωπαϊκών δικαστηρίων (ΔΕΕ και ΕΔΔΑ) έχει προσδώσει θετικότητα, με αποτέλεσμα η μέθοδος αναγνώρισης να οφείλει την ύπαρξή της στη συνεισφορά των δυο αυτών δικαστηρίων.
Κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ πολλές φορές έχει υποχρεώσει τα κράτη να αναγνωρίσουν για παράδειγμα έναν γάμο, μία υιοθεσία, ένα σύμφωνο συμβίωσης που έχει τελεστεί σε αλλοδαπή χώρα.
Τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να αρνηθούν την αναγνώριση ως έγκυρης μιας διαδικασίας υιοθεσίας, καθώς αυτή δημιούργησε στη χώρα όπου συντελέστηκε μια οικογενειακή σχέση που αποτελεί ήδη εκεί κοινωνική πραγματικότητα, επικαλούμενα απλά το αντίθετο νομικό καθεστώς, κατά το οποίο δικαιοδοτούν, καθώς όμως πρέπει να εξετάζουν τις συνθήκες κάθε περίπτωσης. Τα κρίσιμα στοιχεία στο εν λόγω πλαίσιο είναι το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη σύσταση της υιοθεσίας μέχρι τον χρόνο που το κύρος της κρίνεται σε μια άλλη χώρα, η ένταση των σχέσεων που οδήγησαν στην σύσταση της υιοθεσίας και η διάψευση των προσδοκιών των μερών εξαιτίας αιφνίδιας αλλαγής στο νομικό καθεστώς ή την πρακτική μιας χώρας στην οποία ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης του κύρους της.
Προκύπτει ότι το ανωτέρω άρθρο 8 της ΕΣΔΑ επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να επιδιώκουν με την αναγνώριση ως έγκυρων των υιοθεσιών αυτών, την διασυνοριακή συνέχιση της προσωπικής κατάστασης και των δεσμών μεταξύ των μερών της υιοθεσίας, αφού αυτοί υφίστανται πραγματικά στην έννομη τάξη της αλλοδαπής πολιτείας.
Β2. Ανθρώπινα Δικαιώματα, επιφύλαξη διεθνούς δημόσιας τάξης και κανόνες αμέσου εφαρμογής
Οι αλλοδαπές αποφάσεις όπως και οι έννομες σχέσεις και καταστάσεις αναγνωρίζονται, μόνο αν δεν είναι αντίθετες προς τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη. Η διεθνής δημόσια τάξη, σύμφωνα με την ΑΚ 33, είναι μία από τις επιφυλάξεις εφαρμογής του αλλοδαπώς κανονιστικού εφαρμοστέου δικαίου και συγκροτείται από το σύνολο θεμελιωδών αρχών και ρυθμίσεων της εννόμου τάξεως του forum που την διέπουν σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο. Η αποστολή της ρήτρας της της δημόσιας τάξης συνίσταται στον έλεγχο της εφαρμογής ή μη in concerto στο forum ορισμένου και κατ’ αρχήν εφαρμοστέου αλλοδαπού κανόνα δικαίου, ως επιφύλαξη που επιτρέπει την κατ’ εξαίρεση, σε ορισμένες περιπτώσεις, μη εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου και όχι τον έλεγχο του αλλοδαπού δικαίου αυτού.
Η διεθνής δημόσια τάξη είναι έννοια μεταβλητή επειδή αλλάζει κατά τόπο και χρόνο, αλλά και αόριστη, καθώς εξειδικεύεται στην κάθε περίπτωση ατομικά κατά περίπτωση. Στην συνέχεια, η διεθνής δημόσια τάξη του κανόνα σύγκρουσης διακρίνεται από την διεθνής δημόσια τάξη της αναγνώρισης, η οποία ελέγχει αν είναι ανεκτική η εισδοχή στο forum αλλοδαπών εννόμων σχέσεων ή καταστάσεων που έχουν ήδη δημιουργηθεί και υπάρχουν σε άλλη έννομη τάξη, είτε με την μορφή των αποφάσεων είτε με την μορφή των έννομων τάξεων. Η διεθνής έννοια της διεθνούς δημόσιας τάξης έχει υποστεί την επίδραση τόσο του ενωσιακού δικαίου όσο και του διεθνούς δικαίου της ΕΣΔΑ, το οποίο εμπλουτίζεται τόσο από το ΕΣΔΑ όσο και από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Βέβαια η επιστήμη, φαίνεται να προτιμάει τη λύση της ενσωμάτωσης των αρχών της ΕΣΔΑ στη διεθνή δημόσια τάξη και φαίνεται να αποκρούεται η συγγενή λύση των κανόνων αμέσου εφαρμογής. Ο δικαστής του forum, ελέγχοντας τον αλλοδαπό κανόνα ή την αλλοδαπή απόφαση σύμφωνα με την ρήτρα της δημόσιας τάξης, υπερασπίζεται τη δημόσια τάξη του forum που περιέχει τις αρχές του ΕΣΔΑ και εξασφαλίζει τον σεβασμό εκ μέρους του κράτους του των διεθνών δεσμεύσεων. Σε περίπτωση ασυμβατότητας, έχει την υποχρέωση να μην αναγνωρίσει την συγκεκριμένη απόφαση. Η ένταξη της ΕΣΔΑ στη δημόσια τάξη, πρέπει να συντελείται και στη δικονομική αλλά και ουσιαστική της έκφανση. Τέλος, όπως υποστηρίζεται από τον Κ. Χ. Παμπούκη, στην περίπτωση κατά την οποία η αναγνώριση επιδιώκεται ως πρόκριμα εντός πλαισίου της ΕΣΔΑ και του άρθρου 8, τότε η δημόσια τάξη, σταθμίζεται κατά την αρχή της αναλογικότητας. Όταν η αναγνώριση διώκεται εκτός ΕΣΔΑ, τότε η δημόσια τάξη αποτελεί μια αυτοτελή προϋπόθεση.
Είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα κανόνες αμέσου εφαρμογής;
Οι κανόνες αμέσου εφαρμογής είναι κατά τον κ. Φραντζεσκάκη, κανόνες όπου η τήρηση είναι αναγκαία για την διατήρηση της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης της πολιτείας. Η τεχνική των κανόνων αμέσων εφαρμογής συνίσταται σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου που ορίζουν άμεσα το διεθνές πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το κανόνα σύγκρουσης. Επομένως, είναι κανόνες ή διατάξεις, του εσωτερικού δικαίου, αυξημένης διεθνούς επιτακτικότητος λόγω του σκοπού τους, που είναι θεμελιώδης για την πολιτεία και ως εκ τούτου εφαρμόζονται άμεσα.
Οι κανόνες αμέσου εφαρμογής διαφέρουν από τη διεθνή δημόσια τάξη, η οποία αποτελεί σύνολο αρχών, ενώ οι κανόνες αμέσου εφαρμογής είναι συνήθως διατάξεις συγκεκριμένες, που λειτουργούν ως εξαίρεση ως προς το κοινωνικώς ορισθέν εφαρμοστέο δίκαιο. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι ένα διαφορετικό στάδιο ελέγχου, αφού η διεθνής δημόσια τάξη προϋποθέτει την εφαρμογή του κανόνα σύγκρουσης, ενώ από την άλλη οι κανόνες αμέσου εφαρμογής όχι, αφού προτάσσεται, εξαιτίας της επιτακτικότητας της εφαρμογής τους.
Η εξομοίωση των κανόνων των κανόνων της ΕΣΔΑ και γενικότερα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τους κανόνες αμέσου εφαρμογής δεν ενδείκνυται. Η ενεργοποίηση του κανόνα αμέσου εφαρμογής προηγείται της ενεργοποίησης του κανόνα σύγκρουσης. Κατά συνέπεια το ζήτημα ενεργοποίησης κανόνα αμέσου εφαρμογής εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις ανεύρεσης εφαρμοστέου δικαίου και όχι σε περιπτώσεις αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης.
Ο μηχανισμός προστασίας που εγκαθιδρύει η ΕΣΔΑ είναι επικουρική σχετικά με τα εθνικά συστήματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Σύμβαση προσχωρεί στα συμβαλλόμενα κράτη, την αποστολή της διασφάλισης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει. Το ζήτημα της εξομοίωσης των κανόνων της ΕΣΔΑ με κανόνες αμέσου εφαρμογής έγινε για πρώτη φορά στην πράξη μετά την απόφαση του Εφετείου Παρισίων που υιοθέτησε μια μεθοδολογικά συγγενή προς αυτούς λύση. Η υπόθεση ασχολήθηκε με ένα πρόσωπο που είχε ιθαγένεια κράτους, που δεν ήταν μέρος της ΕΣΔΑ, το οποίο υποβλήθηκε σε εγχείρηση αλλαγής φύλου και θεωρούσε τον εαυτό του θύμα διώξεων στην χώρα του λόγω αυτού του γεγονότος, έτσι ζήτησε από τις γαλλικές αρχές το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα. Το αίτημά του δεν έγινε μόνο δεκτό, αλλά του παρείχαν και το δικαίωμα διαμονής αναγράφοντας πλέον την ένδειξη θήλυ στην άδεια παραμονής του. Αργότερα, υπέβαλε στο Πρωτοδικείο του Bobigny, αίτηση διόρθωσης της αλλοδαπής ληξιαρχικής πράξης γέννησης. Όμως η αίτηση απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι εφαρμοστέο δίκαιο επί προσωπικής κατάστασης είναι το δίκαιο της ιθαγένειας και το συγκεκριμένο δίκαιο, δεν αναγνωρίζει την αλλαγή φύλου ως νομικό γεγονός, δεν προσέβαλε τη γαλλική δημόσια τάξη. Το Εφετείο των Παρισίων έκανε δεκτή την αίτηση κατά της πρωτόδικης απόφασης παρακάμπτοντας τον σχετικό κανόνα συγκρούσεως που προέβλεπε ως εφαρμοστέο δίκαιο, το δίκαιο της ιθαγένειας, οπότε το αλλοδαπό δίκαιο εφάρμοσε άμεσα την ΕΣΔΑ και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 8 με το μόνο εδαφικό σύνδεσμο την κατοικία του δικαιούχου του δικαιώματος εντός του forum.
Εφαρμόστηκε η ΕΣΔΑ άμεσα και μονομερώς. Βέβαια οι κανόνες της ΕΣΔΑ υπερισχύουν οποιασδήποτε άλλης αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου, ακόμα και αν είναι Συνταγματικής προέλευσης, καθώς ο εσωτερικός χαρακτήρας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου δεν ενδιαφέρει την ΕΣΔΑ που ερμηνεύει αυτόνομα τις σχετικές αξιολογήσεις, εν όψει της αποτελεσματικότητας προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Παρόλα αυτά η παρομοίωση των διατάξεων της ΕΣΔΑ με τους κανόνες αμέσου εφαρμογής έχει έναν κίνδυνο, οι πρώτες αποτελούν το ελάχιστο όριο προστασίας και από τη στιγμή που θα περιληφθούν στους κανόνες αμέσου εφαρμογής παγιώνονται και εφαρμόζονται δεσμευτικά. Αυτό προσκρούει τελικά στην ΕΣΔΑ και το νομολογιακό υλικό του ΕΔΔΑ που προβλέπει σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, πως αν η προστασία της εσωτερικής έννομης τάξης είναι πιο πλήρες, η ΕΣΔΑ δεν μπορεί να παραγκωνίζει την προστασία αυτή. Συμπερασματικά με τα ανωτέρω, η εξομοίωση με τους κανόνες αμέσου εφαρμογής, ανατρέπει τη φιλοσοφική βάση του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
Τέλος θα ήθελα να επισημάνω ότι, έμπνευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τα συνταγματικά κείμενα και οι διεθνείς συνθήκες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που επιλέγει όμως τα δικαιώματα τα οποία κρίνει ότι εντάσσονται «στο πλαίσιο της δομής και των στόχων της Κοινότητας», αφού έχει επισημάνει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζει δεν εφαρμόζονται ως απόλυτες αξίες, όμως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε συνάρτηση με τις λειτουργίες τους στο κοινωνικό σύνολο, δηλαδή με τους στόχους της Ένωσης. Μέσα από την αναγωγή της ΕΣΔΑ κατά την οποία υποστηρίζεται και χρησιμοποιείται ως κατώτατο όριο προστασίας, σε πηγή έμπνευσης, το ΔΕΕ περιφρουρεί σε έναν αρκετά μεγάλο βαθμό την ενότητα στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ενώ θα μπορούσε να βασίζεται σε διάφορες πηγές έμπνευσης, χωρίς όμως να δεσμεύεται τυπικά και άμεσα από αυτές.
Επίλογος
Η σημασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της σχέσης τους με το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο έχει αποκαλύψει τη σύνθετη φύση των προκλήσεων που προκύπτουν από τη συμπληρωματικότητα ανάμεσα στις διάφορες νομικές διαστάσεις αυτών των δύο πεδίων.
Οι άνθρωποι είναι ο πυρήνας κάθε νομικού συστήματος, και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της σύγχρονης δικαιοσύνης. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι αρχές του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου πρέπει να ενσωματώνουν και να σέβονται αυτά τα δικαιώματα, προκειμένου να διασφαλίσουν τη δίκαιη και ισότιμη προστασία όλων των ατόμων, ανεξαρτήτως της εθνικότητάς τους ή του τόπου κατοικίας τους.
Στον σύγχρονο κόσμο, η παγκοσμιοποίηση και η αυξημένη κινητικότητα των ατόμων έχουν ενισχύσει τη σημασία του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Ωστόσο, πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι αυτή η αυξημένη συνεργασία δεν θα οδηγήσει στην παραβίαση των δικαιωμάτων των ατόμων ή στην έλλειψη δικαιοσύνης. Επομένως, είναι απαραίτητο να συνδυάσουμε τις αρχές του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου με τις αρχές της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να τονίσουμε ότι, η ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη διασφάλιση της νομικής σταθερότητας στον διεθνή χώρο πρέπει να είναι στο επίκεντρο των προσπαθειών μας.
Δήμητρα Νικολαΐδου