Εισαγωγή
Η οικογένεια αποτελεί θεμέλιο λίθο στην κοινωνία, προστατεύεται από το Σύνταγμα και τον Ν. 2101/1992, ενισχύοντας τα δικαιώματα των παιδιών. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η οικογένεια είναι η θεμελιώδης μονάδα της κοινωνίας και πρέπει να έχει προστασία και υποστήριξη. Η αναφορά στην οικογένεια συνήθως δίνει την εντύπωση ενός χώρου με αγάπη, σεβασμό και ασφάλεια, όμως η προστασία της είναι ουσιώδης και για την αποφυγή σοβαρών συγκρούσεων και βίας.
Δυστυχώς όμως μέχρι και σήμερα, η βία στο πλαίσιο της οικογένειας είναι ένα αρκετά συχνό φαινόμενο που απασχολεί όλο και περισσότερο τις κοινωνίες, χωρίς όμως να μπορεί να ελεγχθεί.
Στην εργασία αυτή θα μιλήσω για την έννοια της οικογένειας, κατά το ελληνικό δίκαιο, αλλά και σύμφωνα με τον ν. 3500/2006. Επίσης, θα αναφερθώ στα δομικά στοιχεία της οικογένειας και στην συνέχεια θα αναλύσω το θεσμικό πλαίσιο του ν.3500/2006.
Η έννοια της οικογένειας στο ελληνικό δίκαιο
Η οικογένεια θεωρείται η βασική κοινωνική ομάδα και αποτελείται από άτομα που συνδέονται μεταξύ τους είτε με τον γάμο, είτε με το σύμφωνο συμβίωσης, είτε με τη γέννηση ή με την υιοθεσία.
Κατά της δικαιικές ρυθμίσεις που ανά τακτά χρονικά διαστήματα ίσχυαν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Βέβαια, υπάρχουν διάφορες μορφές οικογένειας, που μεταξύ τους έχουμε την δυνατότητα να τις διακρίνουμε με διάφορα κριτήρια. Αρχικά, σύμφωνα με κριτήριο, τον ευρύτερο ή στενότερο κύκλο προσώπων που αποτελούν την οικογένεια, την διακρίνουμε σε ευρείας ή πατριαρχική και σε μικρή ή συζυγική ή πυρηνική οικογένεια.
Η ευρεία ή πατριαρχική οικογένεια αποτελείται από πολλές μικρές οικογένειες με κοινή καταγωγή, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους από έναν κοινό γενάρχη και ζουν μαζί, χρησιμοποιώντας κοινούς πόρους. Από την άλλη μεριά η μικρή ή συζυγική ή πυρηνική οικογένεια αποτελείται μόνο από τους συζύγους και τα ανήλικα και άγαμα παιδιά τους.
Στη σύγχρονη κοινωνία, παρατηρούμε ότι η πυρηνική οικογένεια έχει αντικαταστήσει την πατριαρχική οικογένεια, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται κυρίως σε χώρες του τρίτου κόσμου. Καθώς, η κοινωνία, γίνεται πιο απλή στη δομή της, η οικογένεια αναλαμβάνει περισσότερες λειτουργίες εκτός από τον αριθμό των μελών της. Η πατριαρχική και η πυρηνική οικογένεια διαφέρουν όχι μόνο στον αριθμό των μελών τους αλλά και στις λειτουργίες τους. Παλαιότερα, η πατριαρχική οικογένεια, είχε πολλαπλές λειτουργίες. Λειτουργούσε, ως οικονομική μονάδα, περιλαμβάνοντας τόσο παραγωγικές όσο και καταναλωτικές δραστηριότητες. Επιπλέον, υπηρετούσε και ως θρησκευτική ομάδα, εκτός από το γεγονός, ότι μέρος της θρησκευτικής λατρείας διαδραματιζόταν στα πλαίσια της οικογένειας. Επίσης, έχει πολιτικό ρόλο, στον οποίο στηρίζεται η οργάνωση του κράτους και διαδραμάτιζε τον ρόλο στην παιδαγωγική και εκπαιδευτική διαδικασία. Από την άλλη μεριά, η πυρηνική οικογένεια στην σύγχρονη εποχή είναι λιγότερο πληθυσμιακή και εξυπηρετεί λιγότερες λειτουργίες. Με την εξέλιξη της οικονομίας, η παραγωγή μεταφέρθηκε σε εργοστάσια, με αποτέλεσμα η οικογένεια να περιορίζεται κυρίως στο ρόλο καταναλωτικής μονάδας. Η εκπαιδευτική λειτουργία της οικογένειας, μειώθηκε, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσης αναλαμβάνεται από τα σχολεία. Επιπροσθέτως, η πολιτική και θρησκευτική διάσταση της οικογένειας έχουν περιοριστεί.
Σήμερα, η πυρηνική οικογένεια λειτουργεί κυρίως ως χώρος εξέλιξης συναισθημάτων αγάπης και συντροφικότητας, παρέχοντας καταφύγιο από τη σκληρότητα της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι , θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτουργεί ως ιδανικός χώρος για την ανατροφή και την κοινωνικοποίηση των παιδιών. Οι σύγχρονες νομικές ρυθμίσεις επίσης ανταποκρίνονται σε αυτές τις εξελίξεις, υποστηρίζοντας τον ηθικό ρόλο της οικογένειας.
Η πατριαρχική οικογένεια διαφοροποιείται όχι μόνο από την πυρηνική αλλά και από τη μητριαρχική οικογένεια, που αντιπροσωπεύει μια παλαιότερη μορφή οικογενειακής οργάνωσης. Δεν υπάρχει απόλυτη επιστημονική σαφήνεια σχετικά με το κύριο χαρακτηριστικό της, είτε είναι η άσκηση γυναικείας εξουσίας, σε αντίθεση με την ανδρική εξουσία της πατριαρχικής οικογένειας, είτε απλώς η καθορισμένη καταγωγή και συγγένεια μέσω της μητρικής γραμμής (μητρογραμμικό σύστημα συγγένειας).
Επιπλέον, υπάρχει διάκριση μεταξύ πατροτοπικής και μητροτοπικής οικογένειας, με βάση το κατά ποιον τρόπο ο γάμος επηρεάζει την τοποθέτηση του νέου ζευγαριού. Ωστόσο, η διάκριση αυτή δεν καθορίζει απαραίτητα τον τρόπο με τον οποίο εντοπίζεται η καταγωγή. Είναι πιθανό, αν και όχι συνηθισμένο, το μητρογραμμικό σύστημα συγγένειας να ισχύει ακόμη και σε πατροτοπική οικογένεια, και αντίστροφα.
Μια άλλη διάκριση αφορά το κατά πόσο μια οικογένεια θεωρείται άρτια ή μη άρτια. Η άρτια οικογένεια περιλαμβάνει τον άνδρα, τη γυναίκα και τα παιδιά τους, ενώ η μη άρτια μπορεί να απουσιάζει κάποιο από αυτά. Η μη άρτια οικογένεια μπορεί να αναφέρεται τόσο σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν παιδιά, όσο και σε μονογονεϊκές οικογένειες, όπου υπάρχει ένας μόνο γονέας, είτε λόγω μόνιμης μοναξιάς ενός γονέα, όπως μια άγαμη μητέρα, είτε λόγω διαζυγίου ή θανάτου ενός από τους γονείς.
Επιπλέον, ορισμένοι θεωρούν ότι οι σύζυγοι χωρίς παιδιά δεν αποτελούν οικογένεια, ενώ άλλοι θεωρούν τον όρο “αποτελεσματικός” στον χαρακτηρισμό τους ως λιγότερο επιθυμητό. Ειδικότερα, η οικογένεια μιας άγαμης μητέρας με το παιδί της, πέρα από το ότι είναι μη άρτια, μπορεί να χαρακτηρίζεται και ως οικογένεια “εξώγαμη”, διαφοροποιούμενη έτσι από την οικογένεια που προέκυψε με γάμο.
Σύμφωνα με όλες τις ανωτέρω διακρίσεις παρατηρείται ότι στο ελληνικό οικογενειακό δίκαιο χρησιμοποιείται ως πρότυπο και καθιερώνεται σήμερα ο τύπος της μικρής ή της πυρηνικής οικογένειας (ΑΚ 1389 εδ. 1, 1390 εδ. 2, 1393, 1529), χωρίς όμως να επηρεάζεται η παρατήρηση από το γεγονός ότι ορισμένες διατάξεις του οικογενειακού δικαίου αναφέρονται και σε άλλους συγγενείς (π.χ. ΑΚ 1485 επ., 1612), που εντάσσονται στην έννοια της ευρύτερης οικογένειας, ή ότι ο όρος “οικογένεια” με ευρύτερη έννοια χρησιμοποιείται και σε διατάξεις του Αστικού Κώδικα, που εμπίπτουν εκτός του οικογενειακού δικαίου (π.χ. ΑΚ 647, 835, 932 εδ. 3, 1184, 1929, 2010). Επιπλέον, το σύγχρονο ελληνικό οικογενειακό δίκαιο αναφέρεται στην οικογένεια των ισότιμων συζύγων, καθώς και σε μη άρτιες, θετές, χωρίς γάμο και κοινωνικό – συναισθηματικές οικογένειες. Εξίσου, ενόψει της αρχής της μονογαμίας που αποτελεί θεμέλιο πυλώνα του ελληνικού δικαίου του γάμου, το ίδιο δίκαιο αναφέρεται στη μονογαμική οικογένεια.
Κατά την νομοθεσία μας η οικογένεια είναι μία κοινωνική ομάδα και όχι ένα αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή δεν είναι νομικό πρόσωπο. Κατά συνέπεια η οικογένεια, δεν μπορεί να είναι λ.χ. διάδικος ή να έχει δική της περιουσία, αλλά όλες τις δραστηριότητες των μελών της αφορούν και δεσμεύουν μόνο το συγκεκριμένο μέλος που τις επιχειρεί.
Σε σχέση με την έννοια της οικογένειας, ένα σύγχρονο θέμα προκύπτει από τις “εναλλακτικές οικογενειακές μορφές” ή “εναλλακτικά οικογενειακά σχήματα”, όπως οι μόνιμοι σύντροφοι που ζουν χωρίς γάμο ή οι ενώσεις των ομοφύλων. Κεντρικό ερώτημα είναι αν οφείλουμε να παραχωρήσουμε δικαιώματα στα μέλη αυτών των “εναλλακτικών οικογενειών” στο πλαίσιο της έννοιας της “οικογένειας”. Ο νόμος 3089/2002 για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή ανοίγει τον δρόμο σε αυτήν την κατεύθυνση, επιτρέποντας την πρόσβαση στην υποβοήθηση και σε ζευγάρια που ζουν ελεύθερα χωρίς γάμο ή σε άγαμες μοναχικές γυναίκες. Ανάλογη προσέγγιση εισήχθη με τον νόμο 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, ενσωματώνοντας τους μόνιμους συντρόφους στις διατάξεις. Τέλος, οι νόμοι για το σύμφωνο συμβίωσης (ν. 3719/2008 και ν. 4356/2015) αναγνωρίζουν το ζεύγος των ετερόφυλων και ομόφυλων προσώπων που υπογράφουν το σύμφωνο ως μορφή οικογένειας.
Τα δομικά στοιχεία της οικογένειας
Η οικογένεια ως «κοινότητα» και κοινωνικός θεσμός αποτελεί μία ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ ατόμου και συνόλου. Σε τι θα μπορούσε να στηρίζεται η κοινότητα αυτή; Προϋποτίθεται γάμος, που είναι ένα νομικό στοιχείο, βιολογικά τέκνα ή και υιοθετημένα, ετεροφυλία των συζύγων, συμβίωση, συναισθηματική δεσμοί, τι όμως αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο, και τι αρκεί από μόνο του δεν απαντάται ομόφωνα στην θεωρία. Η απάντηση όμως για τον προσδιορισμό του όρου της οικογένειας και έτσι περιορίζει ή επεκτείνει το πεδίο της εφαρμογής.
Με αφορμή τα ανωτέρω, γίνεται λόγος για τις διαφορετικές έννοιες της οικογένειας. Μερικά από τα στοιχεία που προτείνονται είναι η κοινότητα του βίου, η συμβίωση, η υποχρέωση διατροφής, τα συναισθήματα αγάπης, η ύπαρξη τέκνων φυσικών ή υιοθετημένων και η σύνδεση με τον γάμο. Δυστυχώς κανέναν από τα ανωτέρω στοιχεία, δεν είναι ούτε αδιαμφισβήτητα ή επαρκές από μόνο του, ούτε είναι ομόφωνα αποδεκτό ως εκ των ουκ άνευ στοιχείο. Η κρίση αυτή φαίνεται να γίνεται με ad hoc και ex causa ad casus, με συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων, παρά με την εφαρμογή αυστηρών κριτηρίων, όπως γίνεται με τον γάμο. Επιπλέον, η συμπερίληψη ή όχι των ομόφυλων ζευγαριών, αλλά και των τυχών που οι ομόφυλοι σύντροφοι το ανατρέφουν από κοινού, θα εξαρτάται άμεσα από τις προϋποθέσεις και τα sine qua non χαρακτηριστικά της οικογένειας, με την νομική έννοια της όμως.
Η οικογένεια σύμφωνα με τον ν. 3500/2006
Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου 3500/2006, ο στόχος είναι η προστασία όλων των ευάλωτων ομάδων, όπως παιδιά και υπερήλικες, πέραν των γυναικών που συχνά είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτό το φαινόμενο, δεν είναι ιδιωτικό αλλά σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που παραβιάζει τις ατομικές ελευθερίες, κυρίως των γυναικών, με στόχο τη δημιουργία αρμονικής συνύπαρξης στο πλαίσιο της οικογένειας.
Ο Νόμος 3500/2006 προσδιορίζει την έννοια της οικογένειας και τον κύκλο των προσώπων που καλύπτονται από τις ρυθμίσεις του. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 1, η οικογένεια περιλαμβάνει συζύγους, άτομα με σύμφωνο συμβίωσης, γονείς, συγγενείς, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους. Επίσης, εντάσσονται στην έννοια της οικογένειας συγγενείς μέχρι 4ου βαθμού, πρόσωπα με σχέση επίτροπου, δικαστικού παραστάτη ή ανάδοχου γονέα, καθώς και ανήλικα πρόσωπα που συνοικούν. Οι διατάξεις του νόμου ισχύουν επίσης για μόνιμους συντρόφους, τέκνα, πρώην συζύγους, μέλη διαλυμένης σύμβασης συμβίωσης και πρώην μόνιμους συντρόφους.
Φαίνεται ότι ο νομοθέτης εκτείνεται σε μία ευρεία ερμηνεία της έννοιας της οικογένειας με χρήση ποικίλων κριτηρίων, όπως ο βαθμός συγγένειας, η συνοίκηση και η συντροφική σχέση. Αυτό ορίζει τα όρια εντός των οποίων η βία θεωρείται ως ενδοοικογενειακή βία σύμφωνα με τον Νόμο 3500/2006. Ωστόσο, η ευρύτητα αυτή του ορισμού φαίνεται να εγείρει κινδύνους, καθώς περιπτώσεις κοινής βίας μεταξύ ενηλίκων που, παρόλο που συνδέονται με κάποια συγγένεια, δεν έχουν εμφανείς οικογενειακούς δεσμούς, μπορεί να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου. Επιπλέον, αυτή η ευρεία ερμηνεία μπορεί να περιλαμβάνει περιστατικά κοινής βίας χωρίς τα στοιχεία εξάρτησης, ευαλωτότητας και εξουσίας μεταξύ των προσώπων, ενδεχομένως δικαιολογώντας αυστηρότερες τιμωρίες που δεν είναι αναγκαίες.Αρχή φόρμας
Τέλος φόρμας
Θεσμικό πλαίσιο
Κατά το άρθρο 1 στην παράγραφο 1 και 2 στοιχ. α΄ του ν. 3500/2006, ενδοοικογενειακή βία είναι η τέλεση μίας αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6,7,8 και 9 του ανωτέρω νόμου σε συνδυασμό με τα άρθρα 299 και 311 ΠΚ, ενώ κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου απαγορεύεται η άσκηση, κάθε μορφής βίας, μεταξύ των μελών της οικογένειας. Οικογένεια είναι η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δευτέρου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους. Είναι σχετικό με την πρώτη κατηγορία προσώπων που εντάσσονται στην έννοια της οικογένειας, για τους οποίους δεν απαιτείται να συντρέχει το στοιχείο της συγκατοίκησης. Αξιοσημείωτο είναι πως η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί αυτεπαγγέλτως διωκόμενο αδίκημα.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 18 της παραγράφου 1 του ν. 3500/2006, που αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 της παρ. 6 του ν. 4531/2018 (ΦΕΚ 62/5-4-2018), κατά τη διάπραξη εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, μπορούν να επιβληθούν με αιτιολογημένη διάταξη του ανακριτή, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέως πλημ/κων και εφόσον υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, περιοριστικοί όροι σε βάρος του κατηγορουμένου, όπως η μετοίκησή του από την οικογενειακή κατοικία, η απαγόρευση να προσεγγίζει την εργασία και την κατοικία του θύματος, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών αλλά και τις δομές φιλοξενίας όλων αυτών και των στενών συγγενών τους.
Οι περιοριστικοί όροι που αναγράφονται ανωτέρω θεσμοθετήθηκαν με σκοπό την τήρηση της προστατευτικής απόστασης μεταξύ του θύματος και του δράστη των πράξεων του νόμου σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία, με αποτέλεσμα να καταστεί δυνατή η απομάκρυνση του κατηγορουμένου από την οικογενειακή εστία και τους προαναφερόμενους χώρους.
Η ενδοοικογενειακή βία σύμφωνα με τον Ν.3500/2006
Στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του Ν. 3500/2006, θύμα της ενδοοικογενειακής βίας ορίζεται «(…) κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος. Θύμα είναι και το μέλος, στην οικογένεια του οποίου τελέσθηκε αξιόποινη πράξη, κατά τα άρθρα 299 και 311 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και ο ανήλικος κατά την παράγραφο 2, ενώπιον του οποίου τελείται μία από τις αξιόποινες πράξεις της παρούσας».
Σύμφωνα με τον ν. 3500/2006 αντιμετωπίζονται οι αξιόποινες συμπεριφορές που παίρνουν χώρα μέσα στην οικογένεια και προσβάλλουν τα έννομα αγαθά της ζωής, σωματικής ακεραιότητας και υγείας, της προσωπικής ελευθερίας, γενετήσιας ελευθερίας και γενετήσιας αξιοπρέπειας. Τα αδικήματα που αναγράφονται σε αυτή την παράγραφο είναι, η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη (άρθρο 6), ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή (άρθρο 7), βιασμός (άρθρο 8 παρ. 1 και άρθρο 336 παρ. 1 ΠΚ), κατάχρηση σε ασέλγεια (άρθρο 8 παρ. 2 και άρθρο 338 παρ. 1 ΠΚ), ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 9), ανθρωποκτονία με δόλο (άρθρο 299 ΠΚ) και άρθρο 311 του ΠΚ, θανατηφόρα σωματική βλάβη.
Παρατηρείται, λοιπόν, ότι επιλέχθηκαν μόνο οι πιο σοβαρές και αποκρουστικές συμπεριφορές, ενώ πράξεις που δεν έχουν τόσο έντονη σημασία, όπως η λεκτική βία, καλύπτονται από τις διατάξεις του κοινού Ποινικού Δικαίου. Σύμφωνα με το Ν. 3500/2006 τιμωρούνται οι εξής πράξεις: η σωματική βλάβη (ποινή 1-15 έτη), ο εξαναγκασμός μέλους της οικογένειας σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή στην οποία δεν υποχρεούται με την χρήση βίας ή απειλής και η ενδοοικογενειακή απειλή (6 μήνες – 5 έτη), η προσβολή της αξιοπρέπειας με ιδιαίτερα ταπεινωτικό λόγο ή έργο (μέχρι 2 έτη), η απειλή μάρτυρα ή μέλους της οικογένειας με σκοπό την παρεμπόδιση απονομής δικαιοσύνης (3 μήνες – 3 έτη). Ο εκτός ή εντός γάμου βιασμός (5-20 έτη) και η ασέλγεια (μέχρι 10 έτη) τα οποία τιμωρούνται σύμφωνα με τον ΠΚ. Από τα προϊστορούμενα γίνεται εμφανές ότι η οικονομική βία δεν έχει συμπεριληφθεί στον νόμο 3500/2006, παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνεται στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.
Συνεπώς, θύμα ενδοοικογενειακής βίας, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, είναι αυτός εναντίον του οποίου διαπράχθηκε οποιοδήποτε από τα προαναφερθέντα αδικήματα. Είναι αρκετό να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 3500/2006, συγκεκριμένα ο βαθμός συγγένειας ή το στοιχείο της συνοίκησης, καθώς και το μέλος της οικογένειας μπροστά στο οποίο διαπράχθηκαν τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας και της θανατηφόρας σωματικής βλάβης. Επιπλέον, ο ανήλικος μέλος της οικογένειας, που δεν αποτελεί τον άμεσο δέκτη της επίθεσης, αλλά είναι αυτόπτης μάρτυρας των αδικημάτων, συμπεριλαμβάνεται επίσης σε αυτή την κατηγορία. Η δυσκολία της οικογενειακής δομής δικαιολογεί τη σκληρή αντιμετώπιση των παραβάσεων, ανεξάρτητα από το εάν τα άτομα αυτά συμβιώνουν ή όχι.
Επίλογος
Η ενδοοικογενειακή βία είναι παγκόσμιο πρόβλημα που σημειώνεται στο πλαίσιο της οικογένειας. Αντίθετα με την κοινή βία, χαρακτηρίζεται από στοχευμένες πράξεις εναντίον των μελών της οικογένειας, αποτελώντας μέρος της κανονικότητας. Ο δράστης διατηρεί συχνά ένα πλαίσιο επαναλαμβανόμενων επεισοδίων, εξασκώντας εξουσία και προκαλώντας σοβαρή βλάβη στα θύματά του, τα οποία συχνά εξαρτώνται από αυτόν. Στην πανδημία, η αναγκαστική συμβίωση έχει επιδεινώσει τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, αναδεικνύοντας την αυταπάτη της ασφάλειας και της αγάπης εντός της οικογένειας. Για πολλά μέλη, η καθημερινότητα μπορεί να μετατραπεί σε σκληρή πραγματικότητα, προκαλώντας προβλήματα δύσκολα αντιμετωπίσιμα.
Υπάρχουν δύο νομοθετήματα που ρυθμίζουν την ενδοοικογενειακή βία, τα οποία εφαρμόζονται σήμερα. Ο Νόμος 3500/2006 και ο Ποινικός Κώδικας, επικεντρώνονται σε διαφορετικά κριτήρια για το ποιες περιπτώσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους. Ο Νόμος 3500/2006 υιοθετεί ευρεία έννοια της οικογένειας, ενώ ο Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019 και Ν. 4855/2021) κατηγοριοποιεί τους αποδέκτες της βίας σε αδύναμα πρόσωπα και συζύγους/συντρόφους. Κρίνεται αναγκαία η υιοθέτηση ενός ενιαίου κειμένου που θα επιλύσει τις αντιφάσεις των νόμων, περιλαμβάνοντας ενιαίο ορισμό για την έννοια της οικογένειας και επεκτείνοντας τις ρυθμίσεις σε άλλες μορφές βίας, όπως η οικονομική και η ψυχολογική, που παραμένουν ανεπαρκώς καλυμμένες.
Το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας απαιτεί πολύπλευρη προσέγγιση, συνεισφορά νομικής, ιατρικής, ψυχολογίας, κοινωνιολογίας κ.ά. Κρίσιμο ρόλο παίζει η παρέμβαση του κράτους, ενισχύοντας κοινωνικές δομές και δημιουργώντας εξειδικευμένα θεραπευτικά προγράμματα σε όλες τις περιοχές. Η παρακολούθηση αυτών των προγραμμάτων, προϋπόθεση για την ποινική διαμεσολάβηση, απαιτεί συνεργασία δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Κεντρική είναι η ατομική ευθύνη, με μηδενική ανοχή ως θύμα ή μάρτυρας βίας. Η πρόληψη επικεντρώνεται στην αγωγή των νέων με αξίες όπως ο σεβασμός, η εκτίμηση, η ανθρωπιά, η αξιοπρέπεια, η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα, προλαμβάνοντας την εμπλοκή τους ως θύτες ή θύματα.
Δήμητρα Νικολαΐδου