+30-210-3633004
·
[email protected]
Επικοινωνια

Αναπροσαρμογή των συμβάσεων και προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης ενόψει της οικονομικής κρίσης

Αναπροσαρμογή των συμβάσεων

Το τελευταίο χρονικό διάστημα η σοβαρή οικονομική κρίση που διανύει η χώρα μας έχει άμεση συνέπεια στην μείωση των εισοδημάτων και στη δυνατότητα κάλυψης των συμβατικών υποχρεώσεων, δεδομένης της αλλαγής των οικονομικών δεδομένων. Η μείωση των εισοδημάτων επέφερε ως αποτέλεσμα  τα συμβαλλόμενα μέρη να αναθεωρούν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους, με βάση τα νέα οικονομικά δεδομένα.

Κατά το άρθρο 288 Α.Κ. για την αναπροσαρμογή της οφειλής, απαιτείται οι οικονομικές συνθήκες, οι οποίες μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπληρώσεως της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφωνηθεί, να δικαιολογούν με αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, την αναπροσαρμογή της συμφωνημένης οφειλής. Ειδικότερα, απαιτείται κατά τρόπο συγκεκριμένο να υφίσταται για παράδειγμα σημαντική μείωση του ατομικού εισοδήματος, μη ζήτηση των προϊόντων, που έχει ως συνέπεια τη σημαντική μείωση των εσόδων του οφειλέτη, καθώς και  ζημία του οφειλέτη, η οποία πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις απρόοπτες οικονομικές μεταβολές.

Όταν συντρέχουν ειδικές και έκτατες συνθήκες, προβλεπτές ή απρόβλεπτες, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Υπό τέτοιες περιστάσεις, είναι δυνατή η με βάση αντικειμενικά κριτήρια, αναπροσαρμογή της οφειλής, σύμφωνα με τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής πίστης, παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών (Ολ.ΑΠ 9/1997).

Πολλές φορές συναντάται στην πράξη η αδιαλλαξία των μερών, που δεν αποβλέπουν στην αλλαγή των όρων των συμβάσεων, με τα νέα πραγματικά οικονομικά δεδομένα. Ήδη, οι περισσότερες μισθωτικές συμβάσεις, είτε επαγγελματικές είτε κατοικιών, ουσιαστικά τροποποιήθηκαν  από τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη, χωρίς ανάγκη προσφυγής στην δικαιοσύνη.

Στις περιπτώσεις, που δεν υφίστανται περιθώρια εξωδικαστικής αναπροσαρμογής των όρων των συμβάσεων με νεότερα συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, υφίσταται δυνατότητα προσφυγής στην δικαιοσύνη και, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά μπορούν να αποδειχθούν, να αιτηθεί από το Δικαστήριο η αναπροσαρμογή των όρων της συμβάσεως. Έχουν ήδη εκδοθεί αποφάσεις των δικαστηρίων μας που, στο πλαίσιο κυρίως μισθωτικών συμβάσεων, εν όψει των νέων δυσμενών οικονομικών συνθηκών, δέχονται τη μείωση του καταβαλλόμενου μισθώματος έως και κατά ποσοστό περί του 25%.

Ανάλογα με την προβλεψιμότητα της μεταβολής των κρισίμων συνθηκών, μεταβάλλεται από τη νομολογία και η νομική μεταχείριση των υπό αναπροσαρμογή συμβάσεων, με αποτέλεσμα συμβάσεις που υπεγράφησαν πριν τον Οκτώβριο του 2009 να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ΑΚ 388, ενώ συμβάσεις που συνήφθησαν μετά το έτος αυτό να αποκλείονται από αυτό, επειδή η δυνατότητα πρόβλεψης της αποσταθεροποίησης των οικονομικών δεδομένων ήταν σαφώς ευχερέστερη και κάθε μέσος κοινωνός δύνατο να προβλέψει την έκταση και τις συνέπειες της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσεως, οπότε και οι υποθέσεις αυτές εξετάζονται υπό το πρίσμα της ΑΚ 288.

Με το άρθρο 388 ΑΚ, το οποίο θέτει κανόνα αναγκαστικού δικαίου, με σκοπό την προστασία του οφειλέτη, προβλέπεται ότι η ανατροπή της ισορροπίας της σύμβασης σε βάρος του ενός μέρους, με συνέπεια η εμμονή του άλλου μέρους στη σύμβαση να έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της καλής πίστης, δικαιολογεί την αναπροσαρμογή της σύμβασης προς τη διαμορφωθείσα νέα κατάσταση ή την αποδέσμευση από αυτή.

Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον ένα από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, β) η μεταβολή μπορεί να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής (ΑΠ 893/2010, ΑΠ 1464/2009 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΒολ 49/2011 ΝοΒ 2012, 299). Το υπέρμετρο της επάχθειας συνιστά το αφετήριο στάδιο κρίσης εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ και το δικαστήριο θα επέμβει με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια, αναπλάθοντας το περιεχόμενο της σύμβασης και αναπροσαρμόζοντας την παροχή έναντι της αντιπαροχής (ΑΠ 1382/1992 ΝοΒ 44, 513, ΕφΑθ 6972/2001 ΕΔΠολ 2003, 304, ΜΠρΒολ 49/2011 ΝοΒ 2012, 299).

Εφόσον δεν συντρέχει, από τις, ως άνω, προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ, εκείνη της απρόοπτης και ανυπαίτιας μεταβολής των συνθηκών, είναι επιτρεπτή, η εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, εφόσον συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού, και δη όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές (ΟλΑΠ 9/1997 ΕλλΔνη 38, 767, ΜΠρΑγρ 68/2012 ΕφΑΔ 2012, 346).

Προσωρινή ρύθμιση της κατάσταση

Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 388 παρ. 1, 288 ΑΚ, 682 παρ. 1 εδ. α’, 731 και 732 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο μπορεί, ώσπου να εκδώσει στο πλαίσιο της κύριας δίκης την τελεσίδικη ή οριστική (διαπλαστική) δικαστική απόφαση του για τη μείωση ή όχι της παροχής «στο μέτρο που αρμόζει» στην περίπτωση του άρ. 388 παρ. 1 ΑΚ ή στο μέτρο που απαιτείται για την άρση του ουσιώδους της διαφοράς μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και για την αποκατάσταση της διαταραχθείσας καλής πίστης στην περίπτωση του άρθρου 288 ΑΚ, να διατάξει την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης και συγκεκριμένα της απορρέουσας από τη σύμβαση έννομης σχέσης, επιλέγοντας το κατά την κρίση του προσφορότερο ασφαλιστικό μέτρο σύμφωνα με τα άρθρα 731 και (ιδίως) 732 ΚΠολΔ.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο μπορεί σύμφωνα μετά άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ να διατάξει την προσωρινή ρύθμιση της απορρέουσας από τη σύμβαση διαρκούς ενοχικής σχέσης και συγκεκριμένα μπορεί να διατάξει την παράλειψη προσωρινά (μέχρι τελεσίδικης ή οριστικής απόφασης για μείωση ή όχι του μισθώματος) της καταγγελίας της σύμβασης για το λόγο της καθυστέρησης καταβολής και όχι βέβαια για άλλο λόγο. Στην περίπτωση αυτή διατάσσεται επιτρεπτώς κατά τα άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ η προσωρινή παράλειψη νομικής πράξης, δηλαδή δεν πρόκειται, εδώ, για την αντίθετη περίπτωση της προσωρινής καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως (σε ενέργεια νομικής πράξης) με ασφαλιστικά μέτρα, η οποία όντως απαγορεύεται, αφενός επειδή το άρθρο 949 εδ. α’ ΚΠολΔ απαιτεί τελεσίδικη (καταψηφιστική) απόφαση στην κύρια διαγνωστική δίκη, αφετέρου επειδή οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος κατά παράβαση του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ (ΜΠρΑθ 4524/2015).