+30-210-3633004
·
[email protected]
Επικοινωνια

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης – Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Εισαγωγή

Στο πλαίσιο του μαθήματος «Διεθνών Οργανισμών και Σχέσεων», το θέμα που στάθμισα και επέλεξα να ασχοληθώ είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αρχικά, στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας θα αναφερθώ στα γενικά χαρακτηριστικά του Διεθνούς Δικαστηρίου και για τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει τις αποφάσεις. Επιπροσθέτως αναπτύσσω την σχέση της Ελλάδας με το Δικαστήριο της Χάγης και για το Νομικό καθεστώς που θα πρέπει να υπάρχει ώστε να δύναται να λάβει χώρα προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο καθώς και την ευρύτερη συμβολή του Δικαστηρίου της Χάγης στην ειρηνική επίλυση των διαφορών. Στο δεύτερο κεφάλαιο, προσδίδω ιδιαίτερη έμφαση στην σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία, αλλά και στην υφιστάμενη ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι:

Κύρια γνωρίσματα Διεθνούς Δικαστηρίου Χάγης

    Το Διεθνές Δικαστήριο συστάθηκε στις 26 Ιουνίου 1945 στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ, σύμφωνα με τον χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και συγκεκριμένα η ίδρυση του προβλεπόταν στα άρθρα 92-96. Αξιοσημείωτο είναι το στοιχείο ότι το Διεθνές Δικαστήριο δεν αποτελεί αυτοτελή οργανισμό, αλλά τύγχανε το κύριο Δικαστικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο συγκροτήθηκε και λειτούργησε με τις διατάξεις του Καταστατικού, που αποτελείται από 70 άρθρα. Επίσης, είναι το κύριο όργανο του ΟΗΕ και αποτελεί συνέχεια του αντίστοιχου οργάνου της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), το οποίο αργότερα υιοθέτησε τον επίσημο τίτλο «Διαρκές Διεθνές Δικαστήριο» (ΔΔΔ), που καταργήθηκε.

     Το Διεθνές Δικαστήριο αποτελείται από δεκαπέντε μέλη, τα οποία πρέπει να έχουν διαφορετική εθνικότητα, το καθένα. Οι δικαστές εκλέγονται από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, για εννέα έτη. Τέλος, συνεδριάζουν ανεξάρτητα και έχουν ξεχωριστές ψηφοφορίες και ανά τρία χρόνια ανανεώνεται το ένα τρίτο (1/3) των δικαστών.

     Τα κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία εκλέγονται οι δικαστές του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι τα προσόντα τους και όχι η εθνικότητά τους, χωρίς όμως να υπάρχει η περίπτωση εκλογής δύο δικαστών της ίδια εθνικότητας. Επιπροσθέτως, κατά την διάρκεια της θητείας του δεν τους επιτρέπεται να ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα.

     Ο τρόπος με τον οποίο εισέρχεται ένα θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο, είναι η προγενέστερη συμφωνία όλων των ενδιαφερόμενων κρατών ως προς την παραπομπή της διαφοράς τους σε αυτό. Οι αποφάσεις που εκδίδονται από το Διεθνές Δικαστήριο λαμβάνονται σε μυστική διάσκεψη και με πλειοψηφία των μελών του και έχουν δεσμευτική ισχύ σε αντίθεση με τις γνωμοδοτήσεις που δεν είναι δεσμευτικές. Όλες οι χώρες που φέρονται να έχουν συνυπογράψει το καταστατικό του Δικαστηρίου, έχουν την δυνατότητα να παραπέμψουν σε αυτό οποιαδήποτε υπόθεση. Παρόλα αυτά όμως, έχουν την δυνατότητα να προσφύγουν και χώρες που δεν έχουν προσυπογράψει το Καταστατικό, πάντα όμως σύμφωνα με τους όρους που καθορίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας.

Τρόπος λήψης αποφάσεων στη Χάγη

     Μέσα από την πολυπλοκότητα της νομολογίας του διεθνούς δικαίου, δεν είναι εφικτό να θεωρείται μία δίκη «σίγουρη νίκη», για καμία από τις δύο πλευρές, και φυσικά δεν είναι εφικτό να δικαιωθεί στο σύνολο των απαιτήσεων του.

     Για να γίνει παραπομπή μιας διαφοράς μεταξύ κρατών θα πρέπει και οι δύο χώρες να αναγνωρίζουν την γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει την δικαιοδοσία του δικαστηρίου σε αντίθεση με την Τουρκία, επιφυλασσόμενη μόνο για θέματα εθνικής ασφάλειας και άμυνας. Κράτη που δεν αναγνωρίζουν την δικαιοδοσία του δικαστηρίου μπορούν να προσφύγουν με την υπογραφή ενός συνυποσχετικού για την παραπομπή μιας ή περισσότερων συγκεκριμένων διαφορών. Δύο χώρες που έχουν υπογράψει διεθνής συνθήκη μπορεί να προβλέπει την παραπομπή στο Δικαστήριο της Χάγης υποχρεωτικά.

      Σύμφωνα με την πρακτική μίας κοινής προσφυγής, οι αντίδικοι θα πρέπει να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο τις διεθνείς συμβάσεις ή κανόνες του διεθνούς δικαίου, σύμφωνα με τους οποίους θα κριθεί η διαφορά αναμεσά τους. Σε περίπτωση, όπου τα μέρη δεν επικαλεστούν από κοινού τις συγκεκριμένες διατάξεις, δίνεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο να ανατρέξει σε ολόκληρο το φάσμα των διεθνών κανόνων.

Η σχέση της Ελλάδας με το Δικαστήριο της Χάγης

    Η Ελλάδα βρίσκεται συχνά στην θέση του διαδίκου στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης (ΔΔΔΔ), σε μερικές υποθέσεις είχε προσφύγει η ίδια, όπως στην Α’ φάση το 1924, στη Β’ φάση 1925 (υποθέσεις Μαυρομάτη), στην αναπροσαρμογή το 1927 και στην ερμηνεία της απόφασης για την συνθήκη του Neuilly το 1925. Υπήρχαν όμως και υποθέσεις όπου είχε προσφύγει ως εναγόμενη, όπως στις υποθέσεις για την Συνθήκη του Neuilly το 1924, στους Φάρους το 1934, στους Φάρους στην Κρήτη και στην Σάμο το 1937 και στο Socolbelge το 1939.

     Η πρώτη φορά που παραστάθηκε ως διάδικος στο Διεθνές Δικαστήριο η Ελλάδα, ήταν στην υπόθεση Αμπατιέλος, η Ελλάδα ήταν κατά του Ηνωμένου Βασιλείου (1951-1953). Αργότερα όμως βρέθηκε ξανά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου το 1976 , δίχως όμως να καταφέρει κάτι, εφόσον υπήρχε έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, έχοντας θέση και αίτημα προστασίας, το οποίο απορρίφθηκε.

Το νομικό καθεστώς προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης

     Αρχικά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι  οι διαφορές ανάμεσα σε δύο χώρες, θα πρέπει να επιλύονται σύμφωνα με τους κανόνες του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, με βάση την ειρήνη. Το πιο σημαντικό στοιχείο ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι οι διαπραγματεύσεις, καθώς σε περίπτωση που δεν ευοδωθούν, τότε θα πρέπει να προσφύγουν στην διεθνή διαιτησία ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Στην συνέχεια, τίθενται ορισμένα ερωτήματα σύμφωνα με το εάν θα πρέπει να γίνει προσφυγή στην Χάγη και σύμφωνα με ποιους όρους θα πραγματοποιηθεί. 

  1. Πώς μπορούμε να υποχρεώσουμε την Τουρκία να δεχθεί την παραπομπή των διαφορών μας στην Χάγη, δεδομένου ότι ο μόνος τρόπος για να καταφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο είναι η σύνταξη με την Τουρκία από κοινού συνυποσχετικού παραπομπής της διαφοράς (ή διαφορών), ήτοι με την απαραίτητη συναίνεση της Τουρκίας, η οποία μέχρι τώρα αρνείται αφήνοντας παράλληλα να εννοηθεί ότι θα συμφωνήσει μόνο με τους δικούς της όρους;

Ποια θέματα θα πρέπει να τεθούν υπόψη του Διεθνούς Δικαστηρίου προς επίλυση; Η χώρα μας υποστηρίζει με πάγια θέση ότι μόνο το θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών (υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ) είναι επίδικο, η Τουρκία θέτει και περαιτέρω ζητήματα (έκταση Δωδεκανήσων και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, κυριαρχία επί ελληνικών νησιών κ.α.). Θα προσφύγουμε τελικά μόνο με το θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών που θέτει η ελληνική πλευρά ή και με τα λοιπά ζητήματα που θέτει η Τουρκία;

  1. Με βάση ποιους κανόνες θα εξεταστούν οι νομικές διαφορές; Με βάση τους κανόνες από τις κλασσικές πηγές του Διεθνούς Δικαίου, κύριες και επικουρικές, όπως περιγράφονται στο άρθρο 38 παρ. 1 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, όπως επιδιώκουμε εμείς, ή σύμφωνα με την αρχή της ευθυδικίας, που επιθυμεί η Τουρκία, η οποία απεγκλωβίζει  τον Δικαστή από την αυστηρή τήρηση των νομικών κανόνων και του επιτρέπει να καταφύγει και σε άλλες (εξωνομικές) αρχές και κανόνες υποκειμενικής εκτίμησης της διαφοράς κατά την οθωμανική δικαιοδοτική πρακτική του Καδή;   Σημειώνω ότι και αυτό το θέμα πρέπει να περιλαμβάνεται στο συνυποσχετικό.
  1. Υπό την υποθετική περίπτωση ότι προσφεύγουμε  στην Χάγη και το Δικαστήριο εκδίδει μία απόφαση, η οποία μας δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό και σε κάθε περίπτωση δεν εξυπηρετεί την άλλη πλευρά, είμαστε σίγουροι ότι η Τουρκία θα σεβαστεί την απόφαση; Εύλογο ερώτημα είναι τι θα συμβεί, εάν η Τουρκία στρεψοδικώντας, την (παρ)ερμηνεύει κατά το δοκούν εις βάρος του διατακτικού και του σκεπτικού της; Το άρθρο 103 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ προβλέπει παραπομπή του θέματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο μπορεί να επιβάλει και κυρώσεις κατά του δυστροπούντος κράτους. Όμως και σε αυτή την περίπτωση υφίσταται ο προβληματισμός εάν το Συμβούλιο Ασφαλείας φανεί αυστηρά επιτιμητικό προς την Τουρκία για παραβίαση της απόφασης του Δικαστηρίου. Αδιαμφησβήτητη διαπίστωση αποτελεί όπως άλλωστε έχει αποδείξει η ιστορία του Κυπριακού, ότι η Τουρκία περιφρονεί τα καταδικαστικά Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.

Η ευρύτερη συμβολή του Δικαστηρίου της Χάγης στην ειρηνική επίλυση των διαφορών

     Στόχος στην ιστορική διαδρομή του Δικαστηρίου της Χάγης αποτελεί η διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, η διευθέτηση των διεθνών διαφορών και η προώθηση των αρχών της διεθνούς νομιμότητας.

    Θεωρητικά η συμβολή του Διεθνούς Δικαστηρίου-συνεπεία και του κύρους που διαθέτει η νομολογία-είναι ουσιαστική ως προς την προαγωγή του Διεθνούς Δικαίου και η ανάπτυξη των αρχών των Διεθνών Οργανισμών.

     Στην ψυχροπολεμική περίοδο το έργο του ήταν δυσχερές καθόσον δεν απολάμβανε της εμπιστοσύνης όλης της διεθνούς Κοινότητας ως ανεξάρτητο και αμερόληπτο παγκόσμιο δικαστήριο. Το Διεθνές Δικαστήριο αρκετές φορές αντιπαρατίθεται στα εθνικά συμφέροντα, τα οποία επέβαλαν την αποχή από την αναγνώριση της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας και οδηγούσαν σε μορφές πολιτικής συναίνεσης.

     Κατά την πορεία του το Διεθνές Δικαστήριο αντιμετώπισε κρίσιμα ζητήματα της διεθνούς έννομης τάξης όπως η θεσμική λειτουργία της διεθνούς οργάνωσης, η κυριαρχία και οι αρμοδιότητες των κρατών, οι θαλάσσιες ζώνες, η διεθνής ευθύνη και η χρήση βίας. Το διεθνές δικαστήριο την δεκαετία του 1970 βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Ελλάδας, μετά την εκδήλωση των διεκδικήσεων από την τουρκική πλευρά στο χώρο του Αιγαίου και της Κύπρου.

     Σήμερα το Διεθνές Δικαστήριο καλείται να επιτελέσει το δικαιοδοτικό του έργο σε ένα πολύπλοκο, ρευστό και ανασφαλές περιβάλλον, όπου το δίκαιο του ισχυρότερου τείνει να υπερισχύσει των κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου και τα κράτη επιλέγουν με το πρόσχημα της ιδεολογίας και της ασφάλειας την χρήση βίας και την απαξίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ:

Ελλάδα – Τουρκία

     Η πρώτη φορά που παραπέμπεται υπόθεση στο Διεθνές Δικαστήριο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας εντοπίζεται κατά το έτος 1975, όταν οι τότε Πρωθυπουργοί Κ. Καραμανλής και Σ. Ντεμιρέλ με κοινή συνυποσχετική δήλωσή τους απευθύνθηκαν στο Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Όμως, η Τουρκία υπαναχώρησε από την ανωτέρω κοινή δήλωση και η Ελλάδα αναγκάστηκε να προσφύγει μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο, όπου το τελευταίο δυστυχώς αποφάνθηκε ότι η κοινή δήλωση των δύο χωρών δεν αποτελούσε συνυποσχετικό, απορρίπτοντας την προσφυγή της χώρας μας, κρίνοντας εαυτόν αναρμόδιο. 

     Αργότερα, οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις ασπάστηκαν το δόγμα του Καραμανλή ότι δεν υπάρχουν ελληνοτουρκικές διαφορές παρά μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις και πως μεταξύ των δύο χωρών υπάρχει μόνο μία διαφορά, που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, η οποία θα πρέπει να επιλυθεί από το Διεθνές Δικαστήριο. Η Τουρκία όμως υποστηρίζει ότι οι διαφορές με την Ελλάδα θα πρέπει να επιλυθούν με διαπραγματεύσεις, καθώς προσθέτει συνεχώς περαιτέρω διαφορές, με απώτερο στόχο να εξασφαλίσει περισσότερα κέρδη από αυτά που δικαιούται.

     Η Ελλάδα χρειάστηκε να διαφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με σκοπό να διευθετήσει τα ελληνοτουρκικά ζητήματα και πιο συγκεκριμένα το μείζον θέμα της υφαλοκρηπίδας.

     Βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη περίοδο όσο αναφορά τα ελληνοτουρκικά ζητήματα, αλλά και για την τήρηση της διεθνούς νομιμότητας. Η συζήτηση με την Τουρκία, ως προς την ειρηνική επίλυση των διαφορών μας, για δη για το επικείμενο ζήτημα, δεν επέφερε αποτελέσματα, εφόσον παραμένει στο επίκεντρο ως θέμα. Οι μόνιμες προσπάθειες μας για επίλυση του προβλήματος στηρίζονται μέσω της  διπλωματικής οδού.

     Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είναι ένας οικουμενικός θεσμός, όπου επιλύει  τις διαφορές μεταξύ των κρατών. Η Ελλάδα έχει πολλά ζητήματα με τις Ανατολικές χώρες και πιο συγκεκριμένα στο χώρο του Αιγαίου πελάγους, για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, την θέσπιση και τα όρια ΑΟΖ. Αυτό αποτελεί έναν δικαιοδοτικό θεσμό επίλυσης των διαφορών.

     Την τελευταία πενταετία η χώρα μας, η Ελλάδα έχει παρασταθεί ως διάδικος στο Διεθνές Δικαστήριο, για την εκδίκαση διαφορών που σχετίζονταν με το θέμα της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά έχει παρασταθεί και με την ιδιότητά της ως κυρίως παρεμβαίνουσα σε υπόθεση σχετιζόμενη με την Γερμανία και την Ιταλία.

     Θα πρέπει να επισημανθεί ότι παρά του γεγονότος ότι η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, έλυσε επί της ουσίας οριστικά τις εδαφικές διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια και τα «ανοικτά θέματα» που έχουν δημιουργηθεί παραμένουν δυσεπίλυτα, αν όχι ανεπίλυτα. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένουν τεταμένες και με αφορμή του Κυπριακού ζητήματος, το οποίο ενταφίασε την καλή γειτονία του 1954, δεδομένου ότι τα θέματα στο Αιγαίο και στην Κύπρο αποτελούν σύγκρουση εθνικών συμφερόντων και επιδιώξεων.

     Από τουρκικής πλευράς τα θέματα που εκκρεμούν και θέτει πλέον με την Ελλάδα  είναι: α) η μειονότητα των μουσουλμάνων στην Θράκη, β) η μειονότητα στα Δωδεκάνησα, γ) η αναφερόμενη «μη τήρηση» από την Ελληνική πλευρά του αφοπλισμού των νησιών και δ) τα χωρικά ύδατα και υφαλοκρηπίδα. Στα εν λόγω θέματα διαφαίνεται πως η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το Κυπριακό ως ελληνοτουρκική διαφορά.

      Από ελληνικής πλευράς οι διαφορές που στοιχειοθετούν την ελληνοτουρκική διένεξη είναι: α) οι διαφορές στο Αιγαίο πέλαγος, β) το Κυπριακό, γ) η μειονότητα στην Δυτική Θράκη και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης της Ίμβρου και της Τενέδου, δ) η πορεία της Τουρκίας στην Ευρώπη και η στάση της έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

    Ειδικότερα οι κύριες διαφορές στο Αιγαίο πέλαγος που φαντάζουν δυσεπίλυτες είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης ως προς τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας, τα όρια του εθνικού εναέριου χώρου, η αποστρατικοποίηση – αφοπλισμός των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και κατά την Τουρκία οι αναφερόμενες γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, ενώ παράλληλα δεν έχουν διευθετηθεί τα θέματα της αποκλειστικής οικονομικής, αλιευτικής και συνορεύουσας ζώνης στο Αιγαίο.

Ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα

    Αναφορικά με την διαφορά Ελλάδας – Τουρκίας για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου Πελάγους η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα πρέπει να οριοθετηθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, ενώ η τουρκική πλευρά υποστηρίζει ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και ότι η εγγύτητα των νησιών στα παράλια της Τουρκίας αποτελεί ειδική περίσταση που δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής.

      Η διαμάχη για την υφαλοκρηπίδα χρονολογείται σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον από το 1973, ενώ το 1974 και το 1976 πραγματοποιήθηκαν ερευνητικές αποστολές στο Αιγαίο από τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος για την ανεύρεση πετρελαίου κοντά σε ελληνικά νησιά. Η Ελλάδα αντέδρασε και ζήτησε την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης καθόσον θεώρησε το ζήτημα νομικής φύσεως. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Τουρκία δεν έχει κυρώσει ούτε την Διεθνή Συνθήκη του 1958 για την υφαλοκρηπίδα, ούτε την σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το δίκαιο της θάλασσας, οι οποίες προσδιορίζουν την υφαλοκρηπίδα και τους τρόπους οριοθέτησης αυτής. Το Δικαστήριο της Χάγης έχει κάνει αποδεκτό ότι τα δικαιώματα του κράτους στην υφαλοκρηπίδα αποτελούν Διεθνές γενικού ιδιωτικού δικαίου και τα άρθρα 1 έως 3  της διεθνούς συνθήκης του 1958, έχουν ισχύ για όλα τα κράτη, ανεξαιρέτως και ανεξάρτητα από το αν την έχουν κυρώσει.

     Στην περίπτωση της προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης τα δύο κράτη θα πρέπει να συνάψουν-συνυπογράψουν συνυποσχετικό, ενώ η μέχρι σήμερα νομολογία του Δικαστηρίου είναι ευνοϊκότερη για τις εκφρασθείσες ελληνικές θέσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί όπως ανωτέρω ανέφερα ότι η μονομερής προσφυγή της Ελλάδας το 1976 απορρίφθηκε από το Δικαστήριο για το λόγο ότι η Τουρκία δεν είχε συγκατατεθεί στην επίλυση της.

     Κατά συνέπεια η μονομερής προσφυγή της Ελλάδος είναι μάλλον χωρίς προοπτική και προκειμένου να προχωρήσει η τυχόν προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, θα πρέπει το τελευταίο να αποδεχθεί την αρμοδιότητα του και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Επίλογος

     Συνοψίζοντας επισημαίνω ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποτελεί το ανώτατο δικαστήριο όλου του κόσμου και ασχολείται με την επίλυση νομικής φύσεως διαφορών μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών.

     Ο σεβασμός του δικαίου και της σύγχρονης νομολογίας πρέπει να συγκαταλέγονται στις πρωταρχικές επιδιώξεις για τα μέλη της διεθνούς κοινότητας. Οι περιπτώσεις που απαριθμούνται για την μη τήρηση των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Χάγης είναι ελάχιστες μέχρι σήμερα, όπου ουδείς φυσικά δεν μπορεί να εγγυηθεί για την περίπτωσή μας, ότι μία ευνοϊκή απόφαση για την Ελλάδα θα γίνει απόλυτα σεβαστή από την Τουρκία.

      Η παγκόσμια κοινότητα επιδιώκει να θεσπίζει μέσα από την πρακτική των υπερεθνικών μορφωμάτων, τα αναγκαία εργαλεία και μέσα ώστε να επιλύονται οι διαφορές χωρίς την χρήση βίας.

     Η διαφύλαξη της αρμονικής συνύπαρξης έγκειται αποκλειστικά στην βούληση των κρατών και απαιτείται για την αποτελεσματικότερη επίτευξη της η μεγιστοποίηση  της συλλογικής αποφασιστικότητας της διεθνούς κοινωνίας.

Δήμητρα Νικολαΐδοου